Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δεικτικῶν

См. также в других словарях:

  • δεικτικῶν — δεικτικός able to show fem gen pl δεικτικός able to show masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • — (Α) στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση τής έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni , πιθ. λατ. uti) …   Dictionary of Greek

  • ημείς — (AM ἡμεῑς) ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τής ονομ. (ιων. αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. τής αιτ. (ιων. αττ. ἡμέ , δωρ. ἁμέ , αιολ. ἄμμε ) + κατάλ. τών ον. ες (ἡμέ ες …   Dictionary of Greek

  • τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… …   Dictionary of Greek

  • τόθι — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθι και στο αναφ. ὅθι) σε αυτή τη θέση 2. όπου («ὡρμάθη ποτὶ σᾱμα πατρός, ὅθι καρτερὸς Ἴδας κεκλιμένος θαεῑτο μάχην», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. το (βλ. λ. τόθεν) τού ουδ …   Dictionary of Greek

  • ώς — (I) και ὧς Α επίρρ. 1. (τροπ.) α) (με δεικτ. σημ.) κατ αυτόν τον τρόπο, ἔτσι («οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἐκ τῆς μάχης ὣς ἐτράποντο», Ηρόδ.) β) παραδείγματος χάριν 2. φρ. «καὶ ὣς» και με όλα αυτά (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το δεικτικό επίρρ. ὥς ανάγεται σε ΙΕ τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»