-
1 δειγματιζω
-
2 δειγματίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δειγματίζω
-
3 δειγματίζω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δειγματίζω
-
4 δειγματίζω
μετ. брать образцы для пробы -
5 δειγματίζω
выставлять на позор, изобличать, подвергать позору.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δειγματίζω
-
6 παραδειγματιζω
-
7 1165
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1165
См. также в других словарях:
δειγματίζω — (AM δειγματίζω) [δείγμα] χρησιμοποιώ δείγμα από εμπόρευμα για να τό δοκιμάσει ή να τό ελέγξει ο αγοραστής μσν. δείχνω («διὰ τῆς χειρὸς δειγματίσας τοῡτον») αρχ. προβάλλω κάποιον ως παράδειγμα … Dictionary of Greek
δειγματίσῃ — δειγματίζω make a show of aor subj mid 2nd sg δειγματίζω make a show of aor subj act 3rd sg δειγματίζω make a show of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειγματίζει — δειγματίζω make a show of pres ind mp 2nd sg δειγματίζω make a show of pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειγματίσαι — δειγματίζω make a show of aor inf act δειγματίσαῑ , δειγματίζω make a show of aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειγμάτιζε — δειγματίζω make a show of pres imperat act 2nd sg δειγματίζω make a show of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδειγμάτιστο — δειγματίζω make a show of plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειγματισθεῖσαν — δειγματίζω make a show of aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειγματισθείην — δειγματίζω make a show of aor opt pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειγματισθῇ — δειγματίζω make a show of aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειγματισθέν — δειγματίζω make a show of aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειγματίζοντος — δειγματίζω make a show of pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)