-
1 δεητικός
δεητικός, bittend, περί τινος Arist. Eth. 4, 3; λόγος Plut. Coriol. 18.
-
2 δεητικος
-
3 δεητικός
δεητικόςdisposed to ask: masc nom sg -
4 δεητικός
δεητικός, -ή, -όпросительный, молящий -
5 δεητικός
-
6 δεητικός
η, όν уст. просительный, молящий -
7 δεητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεητικός
-
8 δεητικά
δεητικόςdisposed to ask: neut nom /voc /acc plδεητικά̱, δεητικόςdisposed to ask: fem nom /voc /acc dualδεητικά̱, δεητικόςdisposed to ask: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 δεητικόν
δεητικόςdisposed to ask: masc acc sgδεητικόςdisposed to ask: neut nom /voc /acc sg -
10 δεητικούς
δεητικόςdisposed to ask: masc acc pl -
11 δεητική
δεητικόςdisposed to ask: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 δεητικήν
δεητικόςdisposed to ask: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 δεητικωτάτας
δεητικωτάτᾱς, δεητικόςdisposed to ask: fem acc superl plδεητικωτάτᾱς, δεητικόςdisposed to ask: fem gen superl sg (doric aeolic) -
14 δεητικοίς
-
15 δεητικοῖς
-
16 δεητικού
-
17 δεητικοῦ
-
18 δεητικώς
-
19 δεητικῶς
-
20 заздравный
επ.της υγείας• για την υγεία•заздравный тост πρόποση.
|| (εκκλσ,) ευχετικός, ευχετήριος, δεητικός•заздравный молебен η δέηση υπέρ της υγε ίας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δεητικός — disposed to ask masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικός — ή, ό (AM δεητικός, ή, όν) παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή») νεοελλ. μσν. επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς) με παρακάλια, ικετευτικά μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόν δέηση, ικεσία αρχ. ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·… … Dictionary of Greek
δεητικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικετευτικός, ο παρακλητικός: Το παιδί κοίταξε τη μητέρα του στα μάτια δεητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεητικά — δεητικός disposed to ask neut nom/voc/acc pl δεητικά̱ , δεητικός disposed to ask fem nom/voc/acc dual δεητικά̱ , δεητικός disposed to ask fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικόν — δεητικός disposed to ask masc acc sg δεητικός disposed to ask neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικοῖς — δεητικός disposed to ask masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικοῦ — δεητικός disposed to ask masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικούς — δεητικός disposed to ask masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητική — δεητικός disposed to ask fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικήν — δεητικός disposed to ask fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικῶς — δεητικός disposed to ask adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)