Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δεδίττομαι

См. также в других словарях:

  • δεδίττομαι — βλ. δειδίσσομαι …   Dictionary of Greek

  • δεδίττομαι — δειδίσσομαι frighten pres ind mid 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειδίσσομαι — και δεδίττομαι (Α) 1. εκφοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειδίσσομαι (< *δεδFικ ιομαι), αττ. δεδίττομαι, αποτελεί πιθ. εκφραστικό αναλογικά σχηματισμό από τον παρακμ. δέδοικα του δείδω* κατά τους ενεστώτες σε ίσσω. Η βασική… …   Dictionary of Greek

  • καταδεδίττομαι — (Α) 1. καταφοβίζω, τρομοκρατώ 2. τρομοκρατούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δεδίττομαι «τρομοκρατώ, φοβάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • du̯ei- —     du̯ei     English meaning: to fear     Deutsche Übersetzung: “fũrchten”     Material: Av. dvaēϑü “menace”; Arm. erknč̣ im “ I fear “, erkiuɫ “fear” (anlaut as in erku “two” : *du̯ōu Meillet MSL. 8, 235); Gk. Hom. δείδω “dread” (*δέ δFοι̯ α) …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»