Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δείχνω

  • 121 изобразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изображенный, βρ: жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. απεικονίζω, φανερώνω,, παρασταίνω, δείχνω•

    картина -ла закат солнца ο πίνακας απεικόνισε το ηλιοβασίλεμα.

    2. υποδύομαι•

    артист -ил хорошо тартюфа ο ηθοποιός παράστησε καλά τον Ταρτούφο.

    (για αισθήματα) εκδηλώνομαι, φανερώνομαι εκφράζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изобразить

  • 122 инициатива

    θ.
    πρωτοβουλία•

    по собственной -е με δική του πρωτοβουλία•

    это была его инициатива αυτό ήταν δική του πρωτοβουλία•

    человек без всякой -ы άνθρωπος χωρίς καμιά πρωτοβουλία•

    проявлять -у δείχνω πρωτοβουλία•

    взять -у παίρνω πρωτοβουλία•

    творческая инициатива δημιουργική πρωτοβουλία.

    Большой русско-греческий словарь > инициатива

  • 123 интерес

    α.
    1. ενδιαφέρο•

    дело представляет особый интерес η υπόθεση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρο•

    возбудить интерес κινώ το ενδιαφέρο•

    проявлять интерес δείχνω ενδιαφέρο•

    без всякого -а χωρίς κανένα ενδιαφέρο, τελείως αδιάφορα•

    -ы дня τα ενδιαφέροντα της μέρας.

    2. συμφέρο, κέρδος, όφελος, διάφορο, ιντερέσσο•

    это в ваших -ах αυτό είναι προς το συμφέρο σας•

    классовые -ы ταξικάσυμφέροντα•

    жизненный интерес ζωτικό συμφέβο.

    || επιδιώξεις, απαιτήσεις•

    духовные -ы πνευματικές απαιτήσεις.

    εκφρ.
    играть на интерес – παίζω με συμφέρο (κερδοσκοπικά).

    Большой русско-греческий словарь > интерес

  • 124 казаться

    кажусь, кажешься, μτχ. ενστ. кажущийся
    ρ.δ.
    1. φαίνομαι• δείχνω•

    -ется весёлым φαίνεται εύθυμος•

    это вам так -ется αυτό έτσι σας φαίνεται•

    он -ется моложе своих лет αυτός δείχνει να είναι νεότερος από τα χρόνια του•

    -ется что... φαίνεται ότι...• как -ется όπως φαίνεται.

    2. απρόσ. φαίνεται•

    мне -ется μου φαίνεται.

    облака -лось, касались вершин гор τα σύννεφα, φαινόταν, σαν να έγγιζαν στις κορυφές των βουνών.

    || νομίζω•

    -ется, я не опоздал νομίζω,πως δεν άργησα.

    3. (απλ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.
    εκφρ.
    не казаться на глаза – να μη με δει μάτι (δεν εμφανίζομαι).

    Большой русско-греческий словарь > казаться

  • 125 класс

    α.
    1. τάξη•

    рабочий класс εργατική τάξη•

    буржуазный класс αστική τάξη•

    класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•

    господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•

    борьбе -ов πάλη των τάξεων.

    || υποδιαίρεση•

    класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•

    класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•

    класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.

    || κατηγορία• θέση•

    вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•

    билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.

    2. σχολική υποδιαίρεση•

    ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.

    || αίθουσα διδασκαλίας•

    ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.

    || παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•

    класс кончился το μάθημα τέλειωσε.

    || πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.
    3. ποιότητα• κατηγορία•

    драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.

    || βαθμίδα•

    водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.

    || υψηλό επίπεδο•

    показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).

    Большой русско-греческий словарь > класс

  • 126 коготок

    -тка α. νυχάκι.
    εκφρ.
    показать -гти – δείχνω την κακία ή τις κακές προθέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > коготок

  • 127 коготь

    -гтя, πλθ. когти
    -ей θ.
    1. νύχι.
    2. πλθ. βλ. кошки (4 σημ.)• обломить -гти σπάζω τα δόντια (καθιστώ ακίνδυνο)•

    показить свой -гти δείχνω την κακία ή τις κακές προθέσεις•

    попасть в -гти кому ή быть в -гтях кого πέφτω στα χέρια κάποιου, είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου•

    держать в -гтях кого κρατώ σε υποταγή κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > коготь

  • 128 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

См. также в других словарях:

  • δείχνω — δείχνω, έδειξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — έδειξα, δείχτηκα 1. παρουσιάζω, φανερώνω, εμφανίζω: Πάντα δείχνουν σε όλους τους επισκέπτες τον κήπο τους. 2. αποδεικνύω, μαρτυρώ, εξηγώ: Τα λόγια του δείχνουν ότι θέλει πραγματικά να πετύχει. 3. δίνω την εντύπωση, φαίνομαι: Ο καιρός δείχνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • διατυπώνω — (AM διατυπῶ, όω) δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω μσν. 1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε») 2. κανονίζω, προετοιμάζω 3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …   Dictionary of Greek

  • ενδιαφέρω — 1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ ενδιαφέρει τί κάνεις») 2. απρόσ. ενδιαφέρει έχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα») 3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε») 4. μέσ. έχω συμφέρον 5. μέσ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • εσοπτρίζω — ἐσοπτρίζω (AM) [έσοπτρον] 1. δείχνω σαν μέσα σε καθρέφτη, δείχνω κάτι σε κάποιον όχι στην πραγματική του υπόσταση αλλά υπαινικτικά ή συμβολικά 2. μέσ. ἐσοπτρίζομαι δείχνομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη αρχ. καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»