-
61 осунуться
осу́ну||тьсясов δείχνω κομμένος, ἀχα-μναίνω:он \осунутьсялся ἀχάμνισε, τό πρόσωπό του στέγνωσε, Εφεξε. -
62 палец
пал||ецм τό δάχτυλο, ὁ δάκτυλος, τό δάκτυλο[ν]:большой \палец ὁ ἀντίχειρ, τό μεγάλο δάκτυλο· указательный \палец ὁ λιχα-νός, ὁ δείκτης· средний \палец τό μεσαίο δάχτυλο, ὁ μέσος δάκτυλος· безымянный \палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος)· отпечаток \палецыдев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· указывать \палецьцем δείχνω μέ τό δάχτυλο, δακτυλοδεικτώ· ◊ \палец о \палец не ударить разг δέν κάνω ἀπολύτως τίποτε· ему́ \палецьца в рот не клади разг πρέπει νά φυλάγεσαι ἀπ· αὐτόν он \палецьцем никого не тронет δέν πειράζει ὁδτε μερμήγκι· их можно по \палецьцам пересчитать μετριοῦνται στά δάκτυλα· смотреть сквозь \палецьцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· знать как свои́ пять \палецьиев τό ξέρω στά πέντε δάκτυλα, τά παίζω (εΙς) στά δάκτυλα μου· попасть \палецьцем в небо разг κάνω γκάφα· обвести иокру́г \палецьца разг κοροϊδεύω, ἐξαπατώ· высосать из \палецьца разг ἐπινοώ. -
63 перестараться
перестаратьсясов δείχνω ὑπερβολικό ζήλο. -
64 переусердствовать
переусердствоватьсов κόβομαι, τσακίζομαι, δείχνω ὑπερβολικό ζήλο. -
65 поблажка
поблажк||аж разг ἡ ὑπερβολική ἐπιείκεια:давать \поблажкау δείχνω ἐπιείκεια. -
66 полнить
полнитьнесов (о платье) δείχνω χοντρό. -
67 полюбопытствовать
полюбопытствоватьсов εἶμαι περίεργος νά..., δείχνω (τήν) περιέργειαν. -
68 попустительствовать
попустительство||ватьнесов δείχνω ἀνεκτικότητα, βοηθώ μέ τήν ἀνοχή μου. -
69 пощада
поща́д||аж τό ἔλεος, ἡ χάρη [-ις], ὁ οίκτος:, без \пощадаы ἀλύπητα, χωρίς ἔλεος, ἀνελέητα, ἀδυσώπητα· просить \пощадаы ζητώ χάριν, ζητώ ἔλεος· не давать, никому́ \пощадаы δέν δείχνω ἔλεος σέ κανένα. -
70 предпочтение
предпочтениес ἡ προτίμηση [-ις]:оказывать \предпочтение δείχνω προτίμηση, προτιμώ. -
71 приголубить
приголубитьсов разг δείχνω στοργή. -
72 пристрастие
пристрастиес1. τό πάθος, ἡ μεγάλη ἀγάπη γιά κάτι:\пристрастие к вину́ ἀγάπη στό κρασί·2. (необъективное отношение) ἡ μεροληψία, ἡ ἐμπάθεια, ἡ προκατάληψη:проявить \пристрастие δείχνω (или ἐπιδεικνύω) μεροληψία· относиться с \пристрастиеμ φέρνομαι μέ ἐμπάθεια, μεροληπτώ. -
73 рак
рак Iм зоол. ἡ καραβίδα, ὁ ἀστακός, ὁ ποτάμιος· красный как \рак разг κόκκινος σάν ἀστακός· ◊ показать кому́-л. где \раки зимуют разг га δείχνω κάποιου πόσα ἀπίδια βάζει ὁ σάκος· на безрыбье и \рак рыба погов. στήν ἀναβροχιά καλό καί τό χαλάζι· когда́ \рак свистнет разг ὀταν ἀσπρίσει ὁ κόρακας.рак IIм мед. ὁ καρκίνος.Рак IIIм астр. ὁ ἀστερισμός τοῦ Καρκίνου, ὁ Καρκίνος (ζώδιον):тропик \рака ὁ Τροπικός τοῦ Καρκίνου. -
74 решимость
решимостьж ἡ ἀποφασιστικότητα [-ης]. проявлять \решимость δείχνω ἀποφασιστικότητα -
75 сиясходительность
сиясходи́тельн||остьж1. ἡ συγκατα-τικότητα [-ης]·2. (терпимость) ἡ ἐπιείκεια:проявлять \сиясходительность δείχνω ἐπιείκεια, δείχνομαι ἐπιεικής. -
76 скалить
скалитьнесов:\скалить зу́бы а) δείχνω τά δόντια, б) перен γελώ κοροϊδευτικά. -
77 скромничать
скромн||ичатьнесов разг δείχνω μετριοφροσύνη, εἶμαι σεμνός:не \скромничатьичай ἄσε τή μετριοφροσύνη. -
78 снисхождение
снисхо||ждениес ἡ συγκατάβαση, ἡ ἐπιείκεια:проявлять \снисхождениежде-ние δείχνω ἐπιείκεια· заслу́живать \снисхождениеждения εἶμαι ἄξιος ἐπιεικείας. -
79 товар
товарм τό ἐμπόρευμα:\товары народного потребления τά ἐμπορεύματα πλατειᾶς κατανάλωσης· хо́дкяй (лежалый) \товар τό περιζήτητο (τό ἀπούλητο) ἐμπόρευμα· вывоз \товаров ἡ ἐξαγωγή ἐμπορευμάτων ◊ показать \товар лицом δείχνω τήν καλή ὅψη τής πραμάτειας. -
80 толстить
толст||и́тьнесов разг δείχνω χον-τρόν, κάνω νά φαίνεται χοντρός.
См. также в других словарях:
δείχνω — δείχνω, έδειξα βλ. πίν. 29 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
δείχνω — έδειξα, δείχτηκα 1. παρουσιάζω, φανερώνω, εμφανίζω: Πάντα δείχνουν σε όλους τους επισκέπτες τον κήπο τους. 2. αποδεικνύω, μαρτυρώ, εξηγώ: Τα λόγια του δείχνουν ότι θέλει πραγματικά να πετύχει. 3. δίνω την εντύπωση, φαίνομαι: Ο καιρός δείχνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… … Dictionary of Greek
δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
διατυπώνω — (AM διατυπῶ, όω) δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω μσν. 1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε») 2. κανονίζω, προετοιμάζω 3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα») μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… … Dictionary of Greek
ενδιαφέρω — 1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ ενδιαφέρει τί κάνεις») 2. απρόσ. ενδιαφέρει έχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα») 3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε») 4. μέσ. έχω συμφέρον 5. μέσ. μτφ … Dictionary of Greek
εσοπτρίζω — ἐσοπτρίζω (AM) [έσοπτρον] 1. δείχνω σαν μέσα σε καθρέφτη, δείχνω κάτι σε κάποιον όχι στην πραγματική του υπόσταση αλλά υπαινικτικά ή συμβολικά 2. μέσ. ἐσοπτρίζομαι δείχνομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη αρχ. καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι στον… … Dictionary of Greek