1
δείκνῦμι
δείκνῦμι, fut. δείξω, aor. ἔδειξα, δεῖξα, mid. perf. δείδεγμαι, plup. δείδεκτο, 3 pl. δειδέχατο: show, point out, act. and mid.; σῆμα, τέρας, ‘give’ a sign, Od. 3.174; mid. also= δειδίσκομαι, q. v.; κυπέλλοις, δεπάεσσι, μύθοις, Ι , Od. 7.72.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δείκνῦμι