1 δαικτωρ
(γάμος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь > δαικτωρ
2 δαικτης
Древнегреческо-русский словарь > δαικτης
δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ … Dictionary of Greek
δαίκτορος — δαΐκτορος , δαΐκτωρ masc gen sg δαίκτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)