См. также в других словарях:
κεδρωτός — ή, ό (Α κεδρωτός, ή, όν) νεοελλ. αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος αρχ. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαφν ωτός, κεγχρ ωτός)] … Dictionary of Greek