-
1 δαφν-έλαιον
δαφν-έλαιον, τό, Lorbeeröl, Sp.
-
2 δαφνέλαιον
δαφν-έλαιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνέλαιον
-
3 δαφνέλαιον
δαφν-έλαιον, τό, Lorbeeröl -
4 δάφνινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάφνινος
См. также в других словарях:
καρυδέλαιο — και καρυέλαιο και καρυδόλαδο, το λάδι που εξάγεται από τη ψίχα τών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + έλαιον (< έλαιον), πρβλ. δαφν έλαιον, λυχν έλαιον] … Dictionary of Greek
κινναμωμέλαιο — το (Α κινναμωμέλαιον) έλαιο που παράγεται από το κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον + έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ έλαιον, δαφν έλαιον] … Dictionary of Greek
κεδρέλαιο — το (Α κεδρέλαιον) νεοελλ. ονομασία αιθέριου ελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη από το πριονίδι, το ροκανίδι ή το λειοτριβημένο ξύλο ορισμένων ειδών γιουνίπερου αρχ. λάδι που εξαγόταν, κατά τον Αέτιο, από τη ρητίνη τού κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος… … Dictionary of Greek