-
1 δαφνηφορος
2лавроносный, увенчанный лавром(Ἀπόλλων Anacr., Plut.)
δαφνηφόροι κλῶνες Eur. — лавровые ветви;δαφνηφόροι τιμαί Aesch. — благоговейное венчание лаврами -
2 δαφνηφόρος
δαφνηφόροςbay-bearing: masc /fem nom sg -
3 δαφνηφόρος
α, ο [ος, ον ] см. δαφνοφόρος -
4 δαφνηφόρος
δαφνη-φόρος, ον,A bay-bearing,δ. τιμαῖς A.Supp. 706
; δ. κλῶνες branches of bay borne in worship of Apollo, E. Ion 422; δ. ἄλση groves of bay-trees, Hdn.1.12.2.2 Subst., bearer of bays, at Eleusis, IG22.1092B25.II epith. of Apollo at Thebes, Paus.9.10.4; at Eretria, IG12(9).210.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνηφόρος
-
5 δαφνηφόρος
δαφνη-φόρος, (1) Lorbeerbäume tragend, ἄλσεα, damit bepflanzt. (2) Lorbeerzweige, -kränze tragend; κλῶνες, die Lorbeerzweige -
6 δαφνηφόροι
δαφνηφόροςbay-bearing: masc /fem nom /voc pl -
7 δαφνηφόροιο
δαφνηφόροςbay-bearing: masc /fem /neut gen sg (epic) -
8 δαφνηφόροις
δαφνηφόροςbay-bearing: masc /fem /neut dat pl -
9 δαφνηφόρους
δαφνηφόροςbay-bearing: masc /fem acc pl -
10 δαφνη-φορεῖον
δαφνη-φορεῖον, τό, Tempel des Apollo δαφνηφόρος Ath. X, 424 f.
-
11 δαφναφόρος
δαφνᾱφόρος, δαφνηφόροςbay-bearing: masc /fem nom sg (doric) -
12 δαφνηφόρω
-
13 δαφνηφόρῳ
-
14 πέδιλον
πέδῑλον (-ῳ, -ον, -οις.)a sandal παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί (sc. τοῦ μονοκρήπιδος Ἰάσονος) P. 4.95 τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (cf. Proclum ap. Phot., Bibl., 321 Bekk., ὁ δαφνηφόρος ἰφικρατίδας τε ὑποδεδεμένος) Παρθ. 2. 70. met., ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός i. e. in this position O. 6.8b foot, rythmΔωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον O. 3.5
-
15 δαύχνα
δαύχνα, Thess.,A = δάφνη, found only in compds. (cf. ἀρχιδαυχναφορέω):—hence [full] δαυχνοφόρος, = δαφνηφόρος, cj. in Alcm.17: [full] Δαυχναφόριος, ὁ, prob. epith. of Apollo in Cyprus, Ber.Sächs.Ges.1908.3; cf. [full] Δαυχναῖος, patron. fr. Δαύχνας, IG9(2).1228.26. (Perh. akin not to δάφνη, but to δαῦκος.) -
16 δαφνηφορεῖον
δαφνη-φορεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνηφορεῖον
-
17 δαφνηφορικός
A of or for Apollo δαφνηφόρος: songs in his honour,Poll.
4.53, Suid. s.v. Πίνδαρος, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνηφορικός
-
18 δαφνηφόριος
A = δαφνηφόρος 11, title of Apollo, IG7.3407 ([place name] Chaeronea).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνηφόριος
-
19 ἀρχιδαφνηφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιδαφνηφορέω
-
20 δαφνηφορεῖον
δαφνη-φορεῖον, τό, Tempel des Apollo δαφνηφόρος
См. также в других словарях:
δαφνηφόρος — bay bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνηφόρος — ον βλ. δαφνοφόρος … Dictionary of Greek
δαφνηφόροι — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνηφόροιο — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνηφόροις — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνηφόρους — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνηφόρῳ — δαφνηφόρος bay bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДАФНЕФОРИИ — • Δαφνηφόρια, τα, праздник в честь Аполлона, совершавшийся в Дельфах, в Темпейской долине и в Беотии, в память его очищения после убиения им Пифона (см. Delphicum oraculum, Дельфийский оракул). В Фивах этот праздник совершался через… … Реальный словарь классических древностей
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δαφναίος — δαφναῑος, α, ον (Α) [δάφνη] 1. ο δάφνινος 2. (επίθ. τού Απόλλωνος) ο δαφνηφόρος … Dictionary of Greek