-
1 δαυλός
Grammatical information: adj.Meaning: `thick, shaggy' (A.).Other forms: δαῦλος (Paus. Gr.)Derivatives: Δαυλίς in Phocis?Origin: XX [etym. unknown]\/PG [Pre-Greek]Etymology: Cf. the opposites ψωλός, ψιλός (Chantr. Form. 238). Direct connection with δασύς is impossible; if for δασύς a τ-suffix is assumed (s. s. v.), δαυλός \< *dn̥su-lo- could remain with Lat. dēnsus.Page in Frisk: 1,352-353Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαυλός
-
2 δαυλός
-
3 δαυλός
δαυλόςthick: masc /fem nom sg -
4 δαυλόν
δαυλόςthick: masc /fem acc sgδαυλόςthick: neut nom /voc /acc sg -
5 δαυλοί
δαυλόςthick: masc /fem nom /voc pl -
6 δαυλούς
δαυλόςthick: masc /fem acc pl -
7 δαυλά
δαυλόςthick: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
δαυλός — thick masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u … Dictionary of Greek
δαυλός — ο το δαυλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαυλόν — δαυλός thick masc/fem acc sg δαυλός thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαυλοί — δαυλός thick masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαυλούς — δαυλός thick masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαυλά — δαυλός thick neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Davlos — Δαυλός (Greek) Kaplıca (Turkish) Agios Georgios Church … Wikipedia
δαυλί — το 1. μικρός δαυλός 2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» για όσους μιλούν ασυνάρτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον γαστρί, δαυκίον δαυκί, καρφίον καρφί] … Dictionary of Greek
έγκαυστος — ἔγκαυστος, ον (AM ἔγκαυστος, Μ και ἔγκαστος) μσν. ως ουσ. πυρακτωμένος δαυλός αρχ. 1. αυτός που έχει ζωγραφιστεί με έγκαυση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκαυστον α) εικόνα φτιαγμένη με έγκαυση β) κόκκινο μελάνι με το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες… … Dictionary of Greek
γρυνός — και γρουνός, ο (Α) ξερό ξύλο, δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE *greus «καίω, σιγοκαίω»] … Dictionary of Greek