Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δασύ-στηθος

См. также в других словарях:

  • λασιόστερνος — η, ο (Α λασιόστερνος, ον) αυτός που έχει δασύ στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, καλλί στερνος] …   Dictionary of Greek

  • δασύς, -ιά, -ύ — 1. μαλλιαρός, δασύτριχος: Το δασύ στήθος του φαινόταν καθαρά μέσα από το ξεκούμπωτο πουκάμισο. 2. πυκνός, πυκνόφυλλος, παχύς: Σήκωσε με απορία τα δασιά του φρύδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»