-
1 δασύ-κερκος
δασύ-κερκος, ἀλώπηξ, rauchschwänzig, Theocr. 5, 112.
-
2 δασύκερκος
δᾰσῠ-κερκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δασύκερκος
-
3 δασύκερκος
δασύ-κερκος, ἀλώπηξ, rauchschwänzig -
4 δασυκερκος
См. также в других словарях:
κολοβόκερκος — κολοβόκερκος, ον (AM) αυτός που έχει κοινή ή κομμένη ουρά («καὶ μόσχον ἢ πρόβατον ὠτότμητον, ἢ κολοβόκερκον σφάγια ποιήσεις αὐτὰ σεαυτῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κέρκος «ουρά» (πρβλ. δασύ κερκος, μακρό κερκος)] … Dictionary of Greek