-
1 δαρον
-
2 απονητος
-
3 δηρον
ἐπὴ δ. μοι αἰὼν ἔσσεται Hom. — долог будет мой век
-
4 κρυπτευω
1) утаивать, скрыватьοἱ θεοὴ κρυπτεύουσι δαρὸν χρόνου πόδα Eur. — боги скрывают долгий ход времени, т.е. медленное развитие событий
2) укрываться, ложиться в засадуκύκλῳ τοῦ στρατοπέδου κ. Xen. — устроить засаду вокруг лагеря;
οὔ τί που κρυπτεύομαι ; Eur. — не устраивают ли мне какой-л. засады?
См. также в других словарях:
δαρόν — δᾱρόν , δηρός long masc acc sg (doric) δᾱρόν , δηρός long neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηρός — δηρός, ά, όν και δωρ. τ. δαρός (Α) 1. μακρός, μακράς διάρκειας 2. (το ουδ. ως επίρρ.) δηρόν και δαρόν πάρα πολύ, για πολύν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFa ros. Η ρίζα *δFā «μακριά, επί μακρόν» απαντά και στο επίρρ. δην*. Η λ. δηρός αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
παρθενεύω — ΜΑ [παρθένος] 1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» Αισχύλ.) 2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια αρχ. 1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, τής δίνω… … Dictionary of Greek