-
1 Long
adj.Of space or time: P. and V. μακρός.Very long: P. and V. παμμήκης (Plat.). V. ὑπερμήκης.Lasting long: V. δαρός, μακραίων, P. and V. χρόνιος.——————adv.Be long, be a long time, v.: P. and V. χρονίζειν.Be long away: V. χρόνιος ἀπεῖναι.As long as: P. μέχρι οὗ, ὅσον χρόνον, μέχριπερ, V. ὅσονπερ; see also provided that.While: P. and V. ἕως.Long ago, long since: P. and V. πάλαι, P. ἐκ πολλοῦ, V. ἐκ μακροῦ χρόνου.After a long time: P. and V. διὰ μακροῦ.So long: P. and V. χρόνον τοσοῦτον.Longer, any longer: P. and V. ἔτι.——————v. intrans.P. and V. ἐπιθυμεῖν, ἐφίεσθαι, βούλεσθαι, ὀρέγεσθαι, Ar. and P. ἐθέλειν, V. ἱμείρειν, ἱμείρεσθαι, ποθεῖν, ἐρᾶν, ἔρασθαι, προσχρῄζειν (rare P.), Ar. and V. μενοινᾶν (Eur., Cycl. 448), θέλειν, χρῄζειν (rare P.).Long for: P. and V. ἐπιθυμεῖν (gen.), ἐφίεσθαι (gen.), ὀρέγεσθαι (gen.), V. χρῄζειν (gen.), προσχρῄζειν (gen.), χατίζειν (gen.), μενοινᾶν (acc.) (Soph., Aj. 341).Longed for, adj.: P. and V. ποθεινός (rare P.), εὐκτός (rare P.), V. πολύζηλος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Long
См. также в других словарях:
δαρόν — δᾱρόν , δηρός long masc acc sg (doric) δᾱρόν , δηρός long neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηρός — δηρός, ά, όν και δωρ. τ. δαρός (Α) 1. μακρός, μακράς διάρκειας 2. (το ουδ. ως επίρρ.) δηρόν και δαρόν πάρα πολύ, για πολύν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFa ros. Η ρίζα *δFā «μακριά, επί μακρόν» απαντά και στο επίρρ. δην*. Η λ. δηρός αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
παρθενεύω — ΜΑ [παρθένος] 1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» Αισχύλ.) 2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια αρχ. 1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, τής δίνω… … Dictionary of Greek