-
1 δαπάνυλλα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαπάνυλλα
См. также в других словарях:
μάτρυλλα — μάτρυλλα, ἡ (Α) η μαστροπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάτρυλλα είναι υποκορ. με μειωτική σημ. < μήτηρ* + κατάλ. υλλα (πρβλ. δαπάν υλλα, χόνδρ υλλα)] … Dictionary of Greek