-
21 výdaj
δαπάνη -
22 výloha
δαπάνη -
23 vynaložení
δαπάνη -
24 nakład
δαπάνη -
25 rozchód
δαπάνη -
26 wydatek
δαπάνη -
27 δαπάναι
δαπάνηcost: fem nom /voc plδαπάνᾱͅ, δαπάνηcost: fem dat sg (doric aeolic) -
28 δαπάνηι
δαπάνῃ, δαπάνηcost: fem dat sg (attic epic ionic) -
29 δαπάναις
δαπάνηcost: fem dat pl -
30 δαπάναισι
δαπάνηcost: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
31 δαπάναισιν
δαπάνηcost: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
32 δαπάνην
δαπάνηcost: fem acc sg (attic epic ionic)δαπανάωspend: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)δαπανάωspend: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
33 δαπάνης
δαπάνηcost: fem gen sg (attic epic ionic)δαπανάωspend: pres ind act 2nd sgδαπανάωspend: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
34 gider
δαπάνη, έξοδο -
35 δαπάνα
δαπάνᾱ, δαπάνηcost: fem nom /voc /acc dualδαπάνᾱ, δαπάνηcost: fem nom /voc sg (doric aeolic)δαπάνᾱ, δαπανάωspend: pres imperat act 2nd sgδαπάνᾱ, δαπανάωspend: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————δαπάναι, δαπάνηcost: fem nom /voc plδαπάνᾱͅ, δαπάνηcost: fem dat sg (doric aeolic) -
36 δαπάνας
δαπάνᾱς, δαπάνηcost: fem acc plδαπάνᾱς, δαπάνηcost: fem gen sg (doric aeolic)δαπάνᾱς, δαπανάωspend: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)——————δαπάναις, δαπάνηcost: fem dat pl -
37 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
38 затрата
затрата ж 1) о κόπος (усилие и т. л.) η δαπάνη, το έξοδο (средств и т. л.) η κατανάλωση (потребление) 2) мн.: \затратаы (расходы) οι δαπά νες, τα έξοδα* * *ж2) мн.затра́ты (расходы) — οι δαπάνες, τα έξοδα
-
39 расход
расход м 1) το έξοδο, η δαπάνη 2) (потребление ) η κατανάλωση* * *м1) το έξοδο, η δαπάνη2) ( потребление) η κατανάλωση -
40 затрата
затра||таж1. (усилий и т. п.) ἡ δαπάνη, ἡ κατανάλωση [-ις]:\затрата энергии ἡ κατανάλωση (или ἡ δαπάνη) ἐνέργειας·2. обычно мм. (расходы, издержки) τό δξο-δο[ν]:большие \затрататы τά μεγάλα ἔξοδα· не щадить \затратат χωρίς νά λυπηθώ τά ἔξοδα.
См. также в других словарях:
δαπάνη — cost fem nom/voc sg (attic epic ionic) δαπανάω spend pres imperat act 2nd sg (doric) δαπανάω spend pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) δαπανάω spend imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνῃ — δαπάνη cost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
δαπάνη — η έξοδο, ξόδεμα κυρίως χρημάτων, η κατανάλωση χρημάτων: Οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούν μεγάλο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νικᾷ τὴν εἰσκομιδὴν ἡ δαπάνη. — См. Овчинка выделки не стоит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δαπάναι — δαπάνη cost fem nom/voc pl δαπάνᾱͅ , δαπάνη cost fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνηι — δαπάνῃ , δαπάνη cost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανᾶν — δαπάνη cost fem gen pl (doric aeolic) δαπανάω spend pres part act masc voc sg (doric aeolic) δαπανάω spend pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δαπανάω spend pres part act masc nom sg (doric aeolic) δαπανᾶ̱ν , δαπανάω spend pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανῶν — δαπάνη cost fem gen pl δαπανάω spend pres part act masc voc sg δαπανάω spend pres part act neut nom/voc/acc sg δαπανάω spend pres part act masc nom sg (attic epic ionic) δαπανάω spend pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) δαπανόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάναις — δαπάνη cost fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάναισι — δαπάνη cost fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)