-
1 δαξασμός
δαξασμός, ὁ, das Jucken, Tim. Locr. 103 b.
-
2 δαξασμος
ὁ сильный зуд Plat. -
3 δαξασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαξασμός
-
4 δαξασμός
δαξασμός, ὁ, das Jucken
См. также в других словарях:
δαξασμός — δαξασμός, ο (Α) ερεθισμός, τσούξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαξ + (επίθημα) –ασμός (πρβλ. δρασμός, σπασμός, μαρασμός)] … Dictionary of Greek