-
1 датский
-
2 датский
да́т||скийприл δανικός. -
3 датский
επ.δανικός.
См. также в других словарях:
δανικός — Τύπος σκύλου, που ονομάζεται επίσης γερμανικός μολοσσόςντανουά, πολύ παλιάς καταγωγής, με προέλευση πιθανότατα από τη Δανία. Ο σκύλος αυτός, ιδιαίτερα κατάλληλος για τη φύλαξη σπιτιών ή ως ανιχνευτικό και καταδιωκτικό της αστυνομίας, έχει ρωμαλέο … Dictionary of Greek
δανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δανία: Η δανική γαλακτοβιομηχανία είναι φημισμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανέζικος — η, ο ο δανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δανέζος, ο < Δανέζοι, οι < ιταλ. Danesi, πληθ. τού Danese «Δανός»] … Dictionary of Greek