Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δανικός

См. также в других словарях:

  • δανικός — Τύπος σκύλου, που ονομάζεται επίσης γερμανικός μολοσσόςντανουά, πολύ παλιάς καταγωγής, με προέλευση πιθανότατα από τη Δανία. Ο σκύλος αυτός, ιδιαίτερα κατάλληλος για τη φύλαξη σπιτιών ή ως ανιχνευτικό και καταδιωκτικό της αστυνομίας, έχει ρωμαλέο …   Dictionary of Greek

  • δανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δανία: Η δανική γαλακτοβιομηχανία είναι φημισμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δανέζικος — η, ο ο δανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δανέζος, ο < Δανέζοι, οι < ιταλ. Danesi, πληθ. τού Danese «Δανός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»