-
1 δανειστής
δανειστήςmoney-lender: masc nom sg -
2 δανειστής
-οῦ + ὁ N 1 0-1-0-2-1=4 2 Kgs 4,1; Ps 108(109),11; Prv 29,13; Sir 29,28moneylender, creditorCf. WALTERS 1973, 29 -
3 δανειστής
A money-lender or creditor, IPE12.32B 84 ([place name] Olbia), LXX 4 Ki.4.1, Ev.Luc.7.41, Ph.2.284,al., Hierocl.p.57 A., POxy.68.25 (ii A.D.).II borrower, IG12(7).67.41,68.4 (Amorg.), Plu.Sol.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανειστής
-
4 δανεισταί
δανειστήςmoney-lender: masc nom /voc pl -
5 δανειστήν
δανειστήςmoney-lender: masc acc sg (attic epic ionic) -
6 δανειστά
δανειστά̱, δανειστήςmoney-lender: masc nom /voc /acc dualδανειστήςmoney-lender: masc voc sgδανειστήςmoney-lender: masc nom sg (epic) -
7 δανειστάς
δανειστά̱ς, δανειστήςmoney-lender: masc acc plδανειστά̱ς, δανειστήςmoney-lender: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 δανειστή
-
9 δανειστῇ
-
10 δανεισταίς
-
11 δανεισταῖς
-
12 δανειστού
-
13 δανειστοῦ
-
14 δανειστών
-
15 δανειστῶν
-
16 δανειστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανειστικός
-
17 μισοδανειστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισοδανειστής
-
18 ἡμεροδανειστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμεροδανειστής
-
19 δάνος
Grammatical information: n.Derivatives: δάνειον n. `loan' (D.) with δανειακός (Cod. Just.), denomin. δανείζω, - ομαι `loan, give credit' (Att., s. Schwyzer 735 A. 6; hell. also δανίζω), from which δάνεισμα `loan' (Th.), δανεισμός `loan, credit' (Att., Arist.) and δανειστής `usurer, believer' (LXX,) with δανειστικός (Thphr.). - Unclear δάνας μερίδας. Καρύστιοι H.; s. Schwyzer 488.Etymology: The suffix as in ἄφενος, κτῆνος etc. Brugmann Grundr. 22: 1, 256: to δατέομαι (s. d.), i.e. * dh₂-nos, cf. Skt. diná- `divided'? (* dh₃-nos from δίδωμι would give *δονος). The word could be foreign.Page in Frisk: 1,347Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάνος
См. также в других словарях:
δανειστής — money lender masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστής — ο (θηλ. δανείστρια, η) (AM δανειστής, Μ δανείστρια) [δανείζω] αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο αρχ. εκείνος που έχει δανειστεί χρήματα … Dictionary of Greek
δανειστής — ο θηλ. ρια αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο ή ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους ενός δανείου: Ο δανειστής μου είναι η Εθνική τράπεζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανεισταῖς — δανειστής money lender masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισταί — δανειστής money lender masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστοῦ — δανειστής money lender masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστῇ — δανειστής money lender masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστήν — δανειστής money lender masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειστῶν — δανειστής money lender masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… … Dictionary of Greek