-
1 δανειακός
δανειακός, zum Darlehen, Sp.
-
2 δανειακός
-
3 δανειακός
η, ό[ν] относящийся к займу, займовый, заёмный -
4 δανειακός
A concerning loans, Cod.Just.1.3.45, Just.Nov. 134.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανειακός
-
5 δανειακήν
δανειακόςconcerning loans: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 δανειακής
-
7 δανειακῆς
-
8 δανειακαίς
-
9 δανειακαῖς
-
10 δανειακώ
-
11 δανειακῷ
-
12 δανειακώς
-
13 δανειακῶς
-
14 δανειακάς
δανειακά̱ς, δανειακόςconcerning loans: fem acc pl -
15 заёмный
επ.1. του δανείου, δανειακός•-ое письмо ομολογία χρέους, ομόλογο•
заёмный процент επιτόκιο.
2. δανεικός•-ые деньги δανεικά χρήματα.
-
16 δάνος
Grammatical information: n.Derivatives: δάνειον n. `loan' (D.) with δανειακός (Cod. Just.), denomin. δανείζω, - ομαι `loan, give credit' (Att., s. Schwyzer 735 A. 6; hell. also δανίζω), from which δάνεισμα `loan' (Th.), δανεισμός `loan, credit' (Att., Arist.) and δανειστής `usurer, believer' (LXX,) with δανειστικός (Thphr.). - Unclear δάνας μερίδας. Καρύστιοι H.; s. Schwyzer 488.Etymology: The suffix as in ἄφενος, κτῆνος etc. Brugmann Grundr. 22: 1, 256: to δατέομαι (s. d.), i.e. * dh₂-nos, cf. Skt. diná- `divided'? (* dh₃-nos from δίδωμι would give *δονος). The word could be foreign.Page in Frisk: 1,347Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάνος
См. также в других словарях:
δανειακός — ή, ό (AM δανειακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δάνειο νεοελλ. όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή πολιτική») μσν. 1. δανεικός 2. επίρρ. δανειακῶς δανεικά, με δάνειο … Dictionary of Greek
δανειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δάνειο: Η δανειακή πολιτική των τραπεζών έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανειακαῖς — δανειακός concerning loans fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακῆς — δανειακός concerning loans fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακήν — δανειακός concerning loans fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακῶς — δανειακός concerning loans adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακῷ — δανειακός concerning loans masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανειακάς — δανειακά̱ς , δανειακός concerning loans fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)