Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δανδαλίς

См. также в других словарях:

  • δανδαλίς — δανδαλίς, η (Α) βλ. δενδαλίς …   Dictionary of Greek

  • δανδαλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανδαλίδες — δανδαλίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδαλίς — και δανδαλίς, η (Α) είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α τής λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»