-
1 δανδαλίς
-
2 δανδαλίς
δανδαλίς, ίδος, ἡ, ein Kuchen vom Mehl gerösteter Gerste -
3 δενδαλίς
δενδαλίς, ίδος, ἡ, nur plur., ἱεραὶ κριϑαί, B. A. 241; Hesych. s. v. Δενδαλίδας; Nicopho com. Ath. XIV, 645 c. Vgl. δανδαλίς.
См. также в других словарях:
δανδαλίς — δανδαλίς, η (Α) βλ. δενδαλίς … Dictionary of Greek
δανδαλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανδαλίδες — δανδαλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδαλίς — και δανδαλίς, η (Α) είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α τής λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με… … Dictionary of Greek