Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δαμιοργός

См. также в других словарях:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • δαμιεργός — δαμιοεργός και δαμιοργός, ο βλ. δημιουργός …   Dictionary of Greek

  • δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… …   Dictionary of Greek

  • ισοδαμιοργός — ἰσοδαμιοργός, ὁ (Α) (στην Ήλιδα) αυτός που είχε τα προνόμια ενός δαμιοργοῡ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δαμιοργός, δωρ. τ. τού δημιουργός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»