-
1 ἰσοδαμιοργός
ἰσο-δᾱμιοργός, ὁ, (ϝισο lapis)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοδαμιοργός
-
2 δημιουργός
A one who works for the people, skilled workman, handicraftsman (opp. ἰδιώτης, Pl. Plt. 298c, Prt. 327c, Ion 531c), Od.17.383, 19.135;ἐχάλκευσε ξίφος.. Αιδης δ. ἄγριος S.Aj. 1035
; of medical practitioners, Hp.VM1, Pl.Smp. 186d; but opp. scientific physicians ([etym.] ἀρχιτεκτονικοί), Arist.Pol. 1282a3; of sculptors, Pl.R. 529e; of confectioners and cooks, Hdt.7.31, Men.518.12 (fem.), Antiph.225, Alexandr.Com.3; μέλιτος δ., of the bee, Jul.Or.8.241a; οἱ δ. the artisan class at Athens, Arist.Ath.13.2, Plu.Thes.25; opp. πολιτικοί, Pl.Ap. 23e; δαμιουργοί, = πόρναι, Hsch.2 metaph., maker,ἡ μαντικὴ φιλίας θεῶν καὶ ἀνθρώπων δ. Pl.Smp. 188d
; νόμων, πολιτείας, Arist.Pol. 1273b32;λόγων Aeschin. 3.215
; δ. κακῶν author of ill, E.Fr.1059.7;πειθοῦς δ. ἡ ῥητορική Pl. Grg. 453a
; , Arist.Pol. 1329a21; ; ὄρθρος δημιοεργός morn that calls man to work, h.Merc. 98.3 creator, producer,νυκτός τε καὶ ἡμέρας Pl.Ti. 40c
; ; esp. in later philosophy, the Creator of the visible world, Demiurge, [Philol.]21, Hp.Ep.23, Ph.1.632, etc.;ὁ νοῦς ἀπεκύησε ἕτερον νοῦν δ. Corp.Herm.1.9
; also name for μονάς, Theol.Ar.5.24: as Adj., δ. λόγος creative reason, Syrian.in Metaph.7.27.II in many Greek states, title of a magistrate, Th.5.47 ([place name] Mantinea), Epist. Philipp. ap. D.18.157 ([place name] Peloponnesus), Plb.23.5.16 (Achaean League), etc.:—[dialect] Dor. [full] δαμιωργός, IG12(3).174 ([place name] Astypalaea); [full] δαμιουργός, ib. 4.679 ([place name] Hermione); [full] δαμιοργός, ib.5(1).1390.116 (Andania, i B. C.); [full] δαμιεργός, ib.12(3).168 ([place name] Astypalaea):—[dialect] Ion. [full] δημιοργός, ib.12(7).241 ([place name] Amorgos), Michel368.1 ([place name] Samos).—In Arist.Pol. 1275b29 there is a play upon the double meaning.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιουργός
-
3 δημιουργός
Grammatical information: m.Meaning: `handicraftsman' (Att.), δημιοεργός (Od., Hdt.). On the meaning Bader, Composés du type Demioergos. Originally a creator, it designated in the Dorian world a magistrate. Also Palmer, Trans. Philol. Soc. 1954, 18-53.Dialectal forms: δημιοργός (Ion.), δαμιοργός (Dor., NWGr., Arc., Boeot.), δαμιωργός (Astypal.), δαμιεργός (Astypal., Nisyr.) name of an official.Derivatives: δημιουργίς, δημιούργιον, δημιουργία, δημιουργικός, δημιουργεῖον; δημιουργέω with δημιούργημα.Etymology: From *δημιο-Ϝεργός, from δήμια ἔργα with verbal reinterpretation of the second member after the types ψυχο-πομπός; partly from - Ϝοργός. - Further s. δῆμος.Page in Frisk: 1,380Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δημιουργός
См. также в других словарях:
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
δαμιεργός — δαμιοεργός και δαμιοργός, ο βλ. δημιουργός … Dictionary of Greek
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
ισοδαμιοργός — ἰσοδαμιοργός, ὁ (Α) (στην Ήλιδα) αυτός που είχε τα προνόμια ενός δαμιοργοῡ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δαμιοργός, δωρ. τ. τού δημιουργός*] … Dictionary of Greek