-
1 δαμείη
-
2 δαμείῃ
Βλ. λ. δαμείη -
3 δάμνημι
δάμνημι, δαμνάω, ipf. (ἐ) δάμνᾶ, fut. δαμᾷ, δαμάᾷ, δαμόωσι, aor. ἐδάμα(ς)σα, pass. δάμναμαι, 2 sing. δαμνᾷ, pass. aor. 1 ἐδμήθην, imp. δμηθήτω, part. δμηθείς, also ἐδαμάσθην, δαμνάσθη, aor. 2 ἐδάμην, δάμη, 3 pl. δάμεν, subj. δαμείω, δαμήῃς, -ήῃ, -ήετε, opt. δαμείη, 3 pl. - εῖεν, inf. -ῆναι, -ήμεναι, part. - είς, perf. δεδμήμεσθα, part. δεδμημένος, plup. δεδμήμην, δέδμητο, δέδμηντο, δεδμήατο, mid. aor. (ἐ) δαμασσάμην, subj. δαμάσσεται, etc.: tame, subdue, mid., for oneself; of taming, ‘breaking’ animals, Il. 17.77, Od. 4.637 (cf. ἱπποδάμος); subjecting as a wife, Il. 18.432, Il. 3.301 (cf. δάμαρ); and, generally, of ‘reducing to subjection,’ ‘overcoming,’ in war or otherwise, ‘laying low’ in battle; of things as well as of persons, τὸν δ' οὐ βέλος ὠκὺ δάμασσεν, Il. 5.106, 391; met., ἔρος θῦμόν, Il. 14.316, etc.; pass. freq. in all the above relations.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δάμνημι
-
4 δαμνάω
δάμνημι, δαμνάω, ipf. (ἐ) δάμνᾶ, fut. δαμᾷ, δαμάᾷ, δαμόωσι, aor. ἐδάμα(ς)σα, pass. δάμναμαι, 2 sing. δαμνᾷ, pass. aor. 1 ἐδμήθην, imp. δμηθήτω, part. δμηθείς, also ἐδαμάσθην, δαμνάσθη, aor. 2 ἐδάμην, δάμη, 3 pl. δάμεν, subj. δαμείω, δαμήῃς, -ήῃ, -ήετε, opt. δαμείη, 3 pl. - εῖεν, inf. -ῆναι, -ήμεναι, part. - είς, perf. δεδμήμεσθα, part. δεδμημένος, plup. δεδμήμην, δέδμητο, δέδμηντο, δεδμήατο, mid. aor. (ἐ) δαμασσάμην, subj. δαμάσσεται, etc.: tame, subdue, mid., for oneself; of taming, ‘breaking’ animals, Il. 17.77, Od. 4.637 (cf. ἱπποδάμος); subjecting as a wife, Il. 18.432, Il. 3.301 (cf. δάμαρ); and, generally, of ‘reducing to subjection,’ ‘overcoming,’ in war or otherwise, ‘laying low’ in battle; of things as well as of persons, τὸν δ' οὐ βέλος ὠκὺ δάμασσεν, Il. 5.106, 391; met., ἔρος θῦμόν, Il. 14.316, etc.; pass. freq. in all the above relations.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαμνάω
См. также в других словарях:
δαμείη — δαμάζω overpower aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμείῃ — δαμάζω overpower aor subj pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek