Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δαμαστικός

См. также в других словарях:

  • δαμαστικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμαστικαῖς — δαμαστικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμαστική — δαμαστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμαστικῷ — δαμαστικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμαστήριος — ια, ιο (Μ δαμαστήριος, α, ον) [δαμαστήρ] αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί σε δαμασμό, ο δαμαστικός μσν. το ουδ. ως ουσ. το δαμαστήριον μέσο με το οποίο δαμάζει κανείς, υποτάσσει ή καταστέλλει κάτι («ἀγρυπνία... πνευμάτων δαμαστήριον») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»