-
1 Δαλματική
-
2 Δαλματικῇ
-
3 δαλματική
δαλματική, ἡ, Meßgewand des Priesters, K. S.
-
4 δαλματική
δαλματική, ἡ, Meßgewand des Priesters -
5 Δαλματικήν
ΔαλματικήDalmatians: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 Δαλματικά
Δαλματικά̱, ΔαλματικήDalmatians: fem nom /voc /acc dualΔαλματικά̱, ΔαλματικήDalmatians: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 Δαλματικής
-
8 Δαλματικῆς
-
9 Δαλματικών
-
10 Δαλματικῶν
-
11 Δαλματικάς
Δαλματικά̱ς, ΔαλματικήDalmatians: fem acc pl -
12 Δαλματεῖς
Δαλμᾰτεῖς, οἱ,A Dalmatians, Plb.12.5.2, Str.7.5.5:—also [full] Δαλμάται, App.Ill.11: [full] Δαλματία, ἡ, Str.7.5.3:—Adj. [suff] δακτῠλο-τικός, ή, όν, Id.7.5.5:—hence [full] Δαλμᾰτική, ἡ, a robe, CPR21.16 (iii A.D.):—more freq. [full] Δελμ-, Edict.Diocl.19.9, al., BGU93.7 (ii/iii A.D.):—[var] Dim.[full] Δελματίκιον, τό, Sammelb. 1988, POxy.1026.10 (V A.D.):—also [full] δερματική, PTeb.405.10 (iii A.D.):—[var] Dim. [full] δερματίκιν, PTeb.413.8 (ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δαλματεῖς
-
13 μαφόρτης
Grammatical information: m.Compounds: δελματικο-μαφόρτης, - τιον 'μ., which is cut like a Dalmatiam cloak ( δελ-, δαλματική, Lat. Del-, Dalmatica)' (pap. Empire).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: From Semit.; cf. Hebr. măaforet, Aram. măaforā, -foretā `cloak with cap'. Lewy KZ 59, 192. Lat. LW [loanword], prob. from Greek, mafortium, maforte, also mafortis, - fors, s. W.-Hofmann s. v. From Lat. σουβρικο-μαφόρτιον (pap. Empire). -- On the varying form see Bazzero Stud. d. scuola papirologica (Accad. di Milano) 2, 95ff.Page in Frisk: S. 86Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαφόρτης
-
14 Δαλματία
Grammatical information: f.Meaning: `country along the Adriatic SeaDerivatives: δαλματική also δελματική, δερματική, δελματίκιον. δερματίκιον late designation for clothes (partly influenced by δέρμα).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] DalmatiaEtymology: Local name.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Δαλματία
См. также в других словарях:
Δαλματικῇ — Δαλματική Dalmatians fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματικῆς — Δαλματική Dalmatians fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματικήν — Δαλματική Dalmatians fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματικῶν — Δαλματική Dalmatians fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαλματία — (Dalmacija). Παράκτια ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 15.000 τ. χλμ.) στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, στην Αδριατική που σήμερα πολιτικά ανήκει κατά το μεγαλύτερος μέρος της στην Κροατία και λιγότερο στη Βοσνία Ερζεγοβίνη και στο… … Dictionary of Greek
ρομανικές γλώσσες — Γράφεται και ρωμανικές. Για να σχηματίσουμε αντίληψη σχετικά με την καταγωγή των ρ.γ. (ή νεολατινικών) που –προερχόμενες από τη λατινική– διαμορφώθηκαν από την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, είναι ανάγκη να φτάσουμε ως τη διάκριση μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Δαλματικά — Δαλματικά̱ , Δαλματική Dalmatians fem nom/voc/acc dual Δαλματικά̱ , Δαλματική Dalmatians fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Moiré dalmate — Pour les articles homonymes, voir Moiré. Moiré dalmate … Wikipédia en Français
δαλματικός — Σκύλος ρωμαλέος, ανθεκτικός και ευκίνητος, κατάλληλος για φύλαξη. Το αρσενικό έχει ύψος 55 60 εκ. στο ακρώμιο και το θηλυκό 50 55 εκ. Το τρίχωμά του είναι καθαρό και λευκό, αλλά διάστικτο σε όλο το σώμα με πολυάριθμα στρογγυλά στίγματα, μαύρα ή… … Dictionary of Greek
δερματικός — ή, ό (AM δερματικός, ή, όν) ο δερμάτινος νεοελλ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα τού ανθρώπου («δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα») αρχ. 1. αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με δέρμα («ἔστι δ ἡ μῆνιγξ ὑμὴν δερματικός», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek