-
1 δακτυλῖτις
δακτῠλῖτις, ἡ,A = ἀριστολοχεία μακρά, Dsc.3.4, Isid.Etym.17.9.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακτυλῖτις
-
2 δάκτυλος 1
δάκτυλος 1.Grammatical information: m.Meaning: `finger' (also as measure etc.), `toes' (Ion.-Att.);Other forms: Boeot. δακκύλιος (Tanagra)Compounds: τετραδάκτυλος; ῥοδοδάκτυλος.Derivatives: Rare dimin.: δακτυλίδιον (Ar.), δακτυλίσκος (Lebadeia), δακτυλίς (Steph. Med., Plin.); - δακτύλιος m. (- ον n.) `(finger)ring' (Sapph., Hdt.) with dimin. δακτυλίδιον (Delos IIIa, pap.), also δακτυλίδριον, - ίδρυον (pap., from - ύδριον [Chantr. Form. 72f.] dissimilated), δακτύληθρον (Them.; cf. Chantr. 373), δακτυλήθρα `glove with fingers' (X., Chantr. l.c.); - δακτυλῖτις plant name (Dsc.; after the root like a finger, Strömberg Pflanzennamen 37, Redard Les noms grecs en - της 70), δακτυλεύς name of a sea-fish (Ath.; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 84f.). - Adj.: δακτυλ-ιαῖος `broad as a finger' (Hp.), δακτυλικός `belonging to the finger' (Ath.), δακτυλωτός `with fingers' (Ion.). - Denomin. δακτυλίζω `count with the fingers etc.' (H.) with δακτυλιστής (pap.) unknown profession.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etymology. Boeot. δακκύλιος, where - κκ- is hardly from - κτ-, rather from *δάτκυλος. Not to OHG zinko. Lat. digitus is also unclear. *δατκ-υλ- looks perfectly Pre-Greek: - κτ-, vowels α and υ.Page in Frisk: 1,344-345Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάκτυλος 1
См. также в других словарях:
δακτυλίτις — η (Α δακτυλῑτις) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά αρχ. το φυτό αριστολοχεία η μακρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία τού φυτού οφείλεται στο σχήμα τής ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο] … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek