-
1 περί-δακρυς
περί-δακρυς, = Folgdm, Schol. Eur. Phoen. 332.
-
2 ποικιλό-δακρυς
ποικιλό-δακρυς, mit manchen Thränen, Nonn. D. 10, 45 u. öfter.
-
3 πολύ-δακρυς
-
4 ταχύ-δακρυς
ταχύ-δακρυς, ν, gen. υος, bald od. leicht weinend, Luc. Navig. 2.
-
5 φιλό-δακρυς
φιλό-δακρυς, υ, thränenliebend, gern oder oft weinend.
-
6 γλυκύ-δακρυς
γλυκύ-δακρυς, υος, süße Thränen weinend, od. weinen machend, Ἔρως Mel. 45. 91 (XII, 167 V, 177).
-
7 βαρύ-δακρυς
βαρύ-δακρυς, υος, dasselbe, Philp. 66 (IX, 262); Nonn. D. 35, 16.
-
8 αἰολό-δακρυς
αἰολό-δακρυς, viel weinend, Nonn. D. 26, 79.
-
9 ἀ-πειρό-δακρυς
ἀ-πειρό-δακρυς, καρδία, unermeßlich weinend, Aesch. Suppl. 68.
-
10 ἀρτί-δακρυς
ἀρτί-δακρυς ( δάκρυ), der eben geweint hat, od. weinen will, Eur. Med. 903; Luc. Lexiph. 4.
-
11 ἀρί-δακρυς
ἀρί-δακρυς, υος, dasselbe, γόος Aesch. Pers. 910; ἀγαϑοὶ δ' ἀριδάκρυες ἄνδρες Zen. 1, 14. Vgl. Schol. Il. 19, 5.
-
12 ἀ-κριτό-δακρυς
ἀ-κριτό-δακρυς, unzählige Thränen vergießend, Paul. Sil. 33 (V, 286).
-
13 ἀναγκό-δακρυς
ἀναγκό-δακρυς, ὁ, der sich zu Thränen zwingt, nicht aus wahrer Trauer weint, Aesch. frg. B. A. 20.
-
14 ὀλιγό-δακρυς
ὀλιγό-δακρυς, wenig weinend, Eust.
-
15 ἄ-δακρυς
-
16 ἐπί-δακρυς
ἐπί-δακρυς, thränenreich, VLL.
-
17 ὑπό-δακρυς
ὑπό-δακρυς, υ, unter Thränen, Hesych.
-
18 ἑτοιμό-δακρυς
ἑτοιμό-δακρυς, zu Thränen geneigt, Eust.
-
19 ἔν-δακρυς
-
20 ἱερό-δακρυς
ἱερό-δακρυς, υος, λίβανος, heilige Thräne, Melanippds. bei Ath. XIV, 651 f.
См. также в других словарях:
ιερόδακρυς — ἱερόδακρυς, υ (Α) (για το λιβάνι) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. απειρό δακρυς, πολύ δακρυς] … Dictionary of Greek
συντομόδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που δακρύζει λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. ἀπειρό δακρυς] … Dictionary of Greek
σύνδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ γεμάτος δάκρυα, ένδακρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. περί δακρυς] … Dictionary of Greek
ταχύδακρυς — υ, Α αυτός που δακρύζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + δάκρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ δακρυς] … Dictionary of Greek
φιλόδακρυς — υ, ΜΑ αυτός που κλαίει συχνά και εύκολα, κλαψιάρης μσν. (για γεγονότα και καταστάσεις) αυτός που γίνεται αιτία για δάκρυα, που προκαλεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ δακρυς] … Dictionary of Greek
ακριτόδακρυς — ἀκριτόδακρυς, υ (Α) αυτός που χύνει άφθονα δάκρυα «ἀκριτόδακρυς Τάνταλος» (Ανθ. Παλ. 5, 235). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + δακρυς < δάκρυ] … Dictionary of Greek
αναγκόδακρυς — ἀναγκόδακρυς ( υος), υ (Α) αυτός που πιέζει τον εαυτό του να κλάψει, που χύνει δάκρυα με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + δακρυς < δάκρυ] … Dictionary of Greek
αρτίδακρυς — ἀρτίδακρυς, υ (Α) αυτός που είναι έτοιμος να δακρύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δακρυς < δάκρυ (πρβλ. απειρόδακρυς, αρίδακρυς)] … Dictionary of Greek
ποικιλόδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που χύνει πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δάκρυ (πρβλ. βαρύ δακρυς)] … Dictionary of Greek
πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… … Dictionary of Greek
υπόδακρυς — υ, Μ κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δάκρυ (πρβλ. περί δακρυς)] … Dictionary of Greek