-
1 δακεθυμος
-
2 δακέθυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακέθυμος
-
3 δακέθυμος
δακέθῡμος, δακέθυμοςheart-eating: masc /fem nom sg -
4 δακέθῡμος
δακέ-θῡμος, herzbeißend, -kränkend -
5 δηξιθυμος
-
6 δακέθυμον
δακέθῡμον, δακέθυμοςheart-eating: masc /fem acc sgδακέθῡμον, δακέθυμοςheart-eating: neut nom /voc /acc sg -
7 εξανιημι
(fut. ἐξανήσω, pf. ἐξανῆκα)1) выпускать(φῦσαι ἀϋτμέν ἐξανιεῖσαι Hom.)
2) (тж. ἐ. γαστρός Pind.) производить на свет, рождать(τινά и τι Eur.)
3) метать, бросать(θύρσους χερων Eur.)
4) проливать(αἷμα Eur.)
5) изливать, заставлять течь(κρήνην οἴνου Eur.)
6) испускать, произносить(ἀράς τινι Soph.)
7) выпускать из рук, т.е. не быть в состоянии покорить(τοὺς βαρβάρους Eur.)
8) испускать, испарять, выдыхать(βαρεῖαν ἀναθυμίασιν Plut.)
9) ослаблять или отбрасывать прочь(ἀρετήν Plut.)
10) med. ослаблять, отпускать, развязывать(ἱμάντων στροφίδας Eur.)
; med.-pass. становиться расслабленным, вялым11) ослабевать, уменьшатьсяἁνίκ΄ ἐξανείη δακέθυμος ἄτα Soph. — когда успокаивалась мучительная боль;
ὀργῆς ἐξανείς Eur. — смирив свой гнев12) выходить на поверхность (земли), появляться(ὑδάτων ἐπιγενομένων ἐξανίησι ὅ χαλκός Arst.)
-
8 δακεθύμους
δακεθύ̱μους, δακέθυμοςheart-eating: masc /fem acc pl -
9 δακέθυμα
δακέθῡμα, δακέθυμοςheart-eating: neut nom /voc /acc pl -
10 δηξίθυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηξίθυμος
См. также в других словарях:
δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ … Dictionary of Greek
δακέθυμος — δακέθῡμος , δακέθυμος heart eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακέθυμον — δακέθῡμον , δακέθυμος heart eating masc/fem acc sg δακέθῡμον , δακέθυμος heart eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρσενόθυμος — ἀρσενόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)] … Dictionary of Greek
εξανίημι — ἐξανίημι (Α) [ανίημι] 1. απορρίπτω, αποβάλλω, στέλνω προς τα έξω («ἄποιν ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ ἐξανιέτω», Ευρ.) 2. αναδίδω («ὀδμήν ἀξανίεσκον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (με γεν.) βγάζω, κάνω κάτι να βγει 4. (ειδ.) (με γεν.) εξακοντίζω… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
δακεθύμους — δακεθύ̱μους , δακέθυμος heart eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακέθυμα — δακέθῡμα , δακέθυμος heart eating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)