-
1 δαιμόνιος
δαιμόνιοςof: masc nom sgδαιμόνιοςof: masc /fem nom sg -
2 δαιμόνιος
I in Hom. only in voc., δαιμόνιε, -ίη, good sir, or lady, addressed to chiefs or commoners, Il.2.190, 200, al., Hes. Th. 655: pl., Od.4.774: esp. in addressing strangers, 23.166, 174; used by husbands and wives, Il.6.407, 486 (Hector and Andromache), 24.194 (Priam to Hecuba): later c. gen.,δαιμόνιε ἀνδρῶν Hdt.4.126
, 7.48, 8.84: freq. in Com., in an iron. sense,ὦ δαιμόνι' ἀνδρῶν Ar. Ec. 564
, 784, etc.;ὦ δαιμόνι' Id.Ra.44
, 175;ὦ δαιμόνι' ἀνθρώπων Id.Av. 1638
, cf. Pl.R. 344d, 522b, Grg. 489d, etc.II from Hdt. and Pi. downwds. (Trag. in lyr.), heaven-sent, miraculous, marvellous,βῶλαξ Pi.P.4.37
;τέρας B.15.35
, S.Ant. 376;ὁρμή Hdt.7.18
; ἀραί, ἄχη, A.Th. 892, Pers. 581;ἡ φύσις δ. ἀλλ' οὐ θεία Arist.Div. Somn.463b14
;εὐεργεσία D.2.1
; εἰ μή τι δ. εἴη were it not a divine intervention, X.Mem.1.3.5, cf. S.El. 1270; visitations of heaven, ways of God,Th.
2.64, X.Mem.1.1.12;πολλαὶ μορφαὶ τῶν δ. E.Alc. 1159
, al.;δ. ἀνάγκη Lys.
l.c.; δ. τύχη of ill fortune, Pl.Hp. Ma.304b; Ἄπολλον, ἔφη, δαιμονίας ὑπερβολῆς ! Id.R. 509c.2 of persons,τῷ δ. ὡς ἀληθῶς καὶ θαυμαστῷ Id.Smp. 219b
; ὁ περὶ τοιαῦτα σοφὸς δ. ἀνήρ ib. 203a;δαιμόνιος τὴν σοφίαν Luc.Philops.32
: [comp] Comp.- ώτερος D.C.53.8
.III Adv. - ίως by Divine power, opp. ἀνθρωπίνως, Aeschin.3.133, cf.Pl.Ti. 25e; marvellously, Ar.Nu.76;δ. περί τι ἐσπουδακώς Aeschin.1.41
; δ. ποιεῖ, of remedies, Aët.15.14, al.; [οἶνος] δ. γέρων Alex.167.5
; δ. καὶ μεγαλοπρεπῶς prob. in Epicur.Fr. 183 (cf. δάϊος): neut. pl. as Adv., ; most clearly by the hand of the gods,X.
HG7.4.3: also in fem. dat., δαιμονίᾳ, formed like κοινῇ, θεσπεσίῃ, etc., Pi.O.9.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιμόνιος
-
3 δαιμόνιος
a given by heaven “ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν inspired by heaven N. 9.27 ἔκλαγξέ θἱερ[ ]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ?of Kassandra Πα. 8A. 11. ] εκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινί ( δείματι e. g. supp. Wil.) Pae. 9.34 with adv. force, ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδἔχων Σωστράτου υἱός by divine grace O. 6.8b generally, of places, divine τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν (= Αἴγιναν)παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.27
ὦ Συράκοσαι, δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
κλειναὶ Ἀθᾶναι, δαιμόνιον πτολίεθρον fr. 76. 2.c δαιμονίᾳ, by divine grace ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (θείᾳ μοίρᾳ. Σ.) O. 9.110 -
4 δαιμόνιος
δαιμόνιος, in Hom. only voc., δαιμόνιε, δαιμονίη, δαιμόνιοι: under the influence of a δαίμων, possessed; used in both good and bad sense, and to be translated according to the situation described in the several passages where it occurs, Il. 1.561, Il. 2.190, , Il. 3.399, Il. 4.31, Il. 6.407, Il. 24.194, Od. 4.774, Od. 10.472, Od. 18.15. Od. 23.174.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαιμόνιος
-
5 δαιμονιώτερον
δαιμόνιοςof: adverbial compδαιμόνιοςof: masc acc comp sgδαιμόνιοςof: neut nom /voc /acc comp sgδαιμόνιοςof: masc acc comp sgδαιμόνιοςof: neut nom /voc /acc comp sgδαιμόνιοςof: adverbial -
6 δαιμονιώτατα
δαιμόνιοςof: adverbial superlδαιμόνιοςof: neut nom /voc /acc superl plδαιμόνιοςof: adverbial superlδαιμόνιοςof: neut nom /voc /acc superl pl -
7 δαιμονιώτατον
δαιμόνιοςof: masc acc superl sgδαιμόνιοςof: neut nom /voc /acc superl sgδαιμόνιοςof: masc acc superl sgδαιμόνιοςof: neut nom /voc /acc superl sg -
8 δαιμονίως
δαιμόνιοςof: adverbialδαιμόνιοςof: masc acc pl (doric)δαιμόνιοςof: adverbialδαιμόνιοςof: masc /fem acc pl (doric) -
9 δαιμονιωτάτην
δαιμόνιοςof: fem acc superl sg (attic epic ionic)δαιμόνιοςof: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
10 δαιμονιωτέρου
δαιμόνιοςof: masc /neut gen comp sgδαιμόνιοςof: masc /neut gen comp sg -
11 δαιμονιώτατε
δαιμόνιοςof: masc voc superl sgδαιμόνιοςof: masc voc superl sg -
12 δαιμονιώτατος
δαιμόνιοςof: masc nom superl sgδαιμόνιοςof: masc nom superl sg -
13 δαιμονιώτερα
δαιμόνιοςof: neut nom /voc /acc comp plδαιμόνιοςof: neut nom /voc /acc comp pl -
14 δαιμονιώτερος
δαιμόνιοςof: masc nom comp sgδαιμόνιοςof: masc nom comp sg -
15 δαιμονίη
δαιμόνιοςof: fem nom /voc sg (epic ionic)δαιμονιάωto be possessed of a God: pres imperat act 2nd sg (doric)δαιμονιάωto be possessed of a God: imperf ind act 3rd sg (doric)——————δαιμόνιοςof: fem dat sg (epic ionic) -
16 δαιμονίους
δαιμόνιοςof: masc acc plδαιμόνιοςof: masc /fem acc pl -
17 δαιμόνιε
δαιμόνιοςof: masc voc sgδαιμόνιοςof: masc /fem voc sg -
18 δαιμόνιοι
δαιμόνιοςof: masc nom /voc plδαιμόνιοςof: masc /fem nom /voc pl -
19 δαιμονίαις
δαιμόνιοςof: fem dat pl -
20 δαιμονίαισι
δαιμόνιοςof: fem dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
δαιμόνιος — of masc nom sg δαιμόνιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… … Dictionary of Greek
δαιμόνιος — α, ο αυτός που διαθέτει ικανότητα σε υπέρτατο βαθμό, έξοχος: Είναι ένας δαιμόνιος νους, που τα καταφέρνει θαυμάσια με ό,τι κι αν καταπιαστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαιμονιώτερον — δαιμόνιος of adverbial comp δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατα — δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατον — δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίως — δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc acc pl (doric) δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτάτην — δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτέρου — δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατε — δαιμόνιος of masc voc superl sg δαιμόνιος of masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατος — δαιμόνιος of masc nom superl sg δαιμόνιος of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)