Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαιμονικῶν

См. также в других словарях:

  • δαιμονικῶν — δαιμονικός possessed by a demon fem gen pl δαιμονικός possessed by a demon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бѣсовьскыи — (179) пр. к бѣсъ: Зълобоу тъгда възненавидиши. ѥгда разоумѣѥши. ˫ако бѣсовьскъ то ѥсть ножь на ны обостренъ. (δαιμόνων) Изб 1076, 72; разгонѩша тьмоу бѣсовьскоую мл҃твою ЖФП XII, 33в; бѣсовьскымь же соущи д҃хъмь ѡбьржима. (δαιμονίῳ). ЖФСт XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ζωροαστρισμός — Αρχαία περσική θρησκεία που ίδρυσε ο Ζωροάστρης (βλ. λ.). Οι διδασκαλίες του ζ. εξελίχθηκαν εντυπωσιακά με την πάροδο του χρόνου. Η αρχαιότερη φάση αντιπροσωπεύεται από τις διδασκαλίες των Γκάθα. Μετά την αρχική διαρχία, η οποία ήταν άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»