Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δαιμονίως

См. также в других словарях:

  • δαιμονίως — επίρρ. βλ. δαιμόνιος …   Dictionary of Greek

  • δαιμονίως — δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc acc pl (doric) δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …   Dictionary of Greek

  • бѣсовьно — (1*) нар. к бѣсовьныи: вѣдоуни˫а же... ||...волхвоующе и пр҃рчьствоующе бѣсовно. (δαιμονίως) ГА XIII XIV, 108в г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CRETA — I. CRETA Herodoto, l. 2. ubi de more Aegyptiorum Sacerdotum, quem in probando bove sacrificiis apto solebant usurpare, γῆ σημαντρὶς dicta est, quod eâ literas signari antiquissimis temporibus in usu fuit. Servius, ad illud l. 6. Aen. v. 321.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπωπιάζω — Α [ὑπώπιον] 1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι 2. μτφ. α) βασανίζω β) δαμάζω («ἀλλ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ) 3. παθ. ὑπωπιάζομαι α) έχω μαυρισμένο μάτι β) μτφ. πλήττομαι σφόδρα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»