Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δαγκώνω

  • 1 δαγκώνω

    (αόρ. (ε)δάγκωσα, παθ. αόρ. (ε)δαγκώθηκα) 1. μετ. см. δαγκάνω 1;
    2. αμετ. кусаться;

    ο σκύλος δεν δαγκώνει — собака не кусается;

    δαγκώνομαι

    1) — быть укушенным; — получить укус;

    2) перен. сдерживаться, скрывать стыд, гнев и т. п.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δαγκώνω

  • 2 δαγκώνω

    [дангоно] р. кусать, кусаться, жалить,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δαγκώνω

  • 3 δαγκώνω

    [дангоно] ρ кусать, кусаться, жалить.

    Эллино-русский словарь > δαγκώνω

  • 4 γλώσσα

    I η
    1) анат. язык;

    γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;

    δείχνω τη γλώσσαпоказывать язык (врачу);

    βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);

    2) язык, речь;

    μητρική γλώσσα — родной язык;

    ξένη γλώσσα — иностранный язык;

    ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;

    λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;

    γλώσσα γραφομένη — письменная речь;

    ομιλούμενη γλώσσαразговорный язык (в противоположность письменному языку);

    απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;

    ιδιωματική γλώσσα — диалект;

    αδελφές γλώσσες — родственные языки;

    δημοτική (γλώσσ) — димотика;

    μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;

    (γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;

    μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;

    ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;

    3) перен. язык, язычок;

    γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;

    γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;

    γλώσσα νήζ — коса (шиш);

    γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;

    γλώσσα καμπάνας — язык колокола;

    γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;

    § κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;

    όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;

    γλώσσα σπαθί — острый язык;

    έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;

    γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;

    πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;

    έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;

    η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;

    η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;

    του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;

    λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;

    του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;

    μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;

    με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;

    ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);

    δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;

    δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;

    δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;

    μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;

    με τη γλώσσα εξω — высунув язык;

    μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;

    γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;

    μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;

    λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой

    γλώσσα2
    II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλώσσα

  • 5 δαγκάνω

    (αόρ. (ε)δάγκασα) 1. μετ.
    1) кусать; жалить (о насекомых, змеях); τον δάγκασε το σκυλί его укусила собака; με δάγκασε μιά σφήκα (δνα φίδι) меня ужалила оса (змея); 2) прищемить; η πόρτα της δάγκασε το δάχτυλο они прищемила палец в дверях; 3) перен. ранить словами; 2. αμετ. см. δαγκώνω 2;

    § σαν κρυφόσκυλο δαγκάνει — он кусает исподтишка;

    δάγκασε τη γλώσσα σου типун тебе на язык;

    δαγκάνω τη γλώσσα ( — или τα χείλια) μου — придержать, прикусить язык

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δαγκάνω

  • 6 χαλινός

    ο
    1) прям., перен. узда;

    δαγκώνω το χαλινό — закусить удила;

    2) πλ. бразды правления;

    - о- απέπτυσε πάντα χαλινόν — он распоясался, потерял всякий стыд

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαλινός

См. также в других словарях:

  • δαγκώνω — δαγκώνω, δάγκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • δαγκώνω — ωσα, ώθηκα, δαγκωμένος 1. σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου: Δάγκωσε τη γλώσσα του ενώ έτρωγε. 2. μτφ., πληγώνω κάποιον ψυχικά με πικρά λόγια: Δαγκώθηκε όταν άκουσε τι είχαν να του πουν για τον πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

  • φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …   Dictionary of Greek

  • επιδάκνω — ἐπιδάκνω (Α) 1. δαγκώνω 2. (για καπνό, κρασί) ερεθίζω («ὁ καπνός ἐπιδάκνων τὰς ὄψεις», Αριστοτ.) 2. παθ. αισθάνομαι ζαλάδα 3. μέσ. ἐπιδάκνομαι πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δάκνω «δαγκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταδάκνω — (Α) 1. δαγκώνω δυνατά 2. παθ. καταδάκνομαι κατακομματιάζομαι («κατὰ χρόα πάντ ὀνύχεσσι δακνόμενος», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάκνω «δαγκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσπαρατρώγω — Α 1. δαγκώνω κάτι ακόμη στα πλάγια 2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου ακόμη μια φορά, τόν εξευτελίζω επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρατρώγω «δαγκώνω στο πλάι, κόβω με τα… …   Dictionary of Greek

  • σαρκάζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον αρχ. 1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.) 2. (για ζώα… …   Dictionary of Greek

  • συνδάκνω — Α 1. (κυρίως για άλογο) δαγκώνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. συντρίβω κάτι κλείνοντας τα δόντια μου 3. παθ. συνδάκνομαι Ν αισθάνομαι πολύ δυνατό πόνο, σφίγγω τα δόντια από τον πόνο 4. φρ. «συνδάκνω τὸ πνεῡμα» κρατώ την αναπνοή μου (Κερκ …   Dictionary of Greek

  • υποδάκνω — ΜΑ δαγκώνω κρυφά, ύπουλα («φθεῑρες γεωργὸν ὑποδάκνουσαι», Αππ.) μσν. μέσ. ὑποδάκνομαι ζηλεύω κάπως, νιώθω λίγη ζήλεια αρχ. 1. (για γεύση) είμαι κάπως δριμύς 2. μτφ. είμαι δηκτικός, σαρκαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δάκνω «δαγκώνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»