-
1 укусить
-
2 прикусить
прикуситьсов, прикусывать несов (язык, губу) δαγκάνω:прикусить язык прям., перен δαγκάνω τή γλῶσσα μου. -
3 впиваться
впиватьсянесов μπήγομαι, χώνομαι, τρυπῶ, καρφώνομαι (о булавке и т. п.)/ κεντῶ, κεντρώ, τσιμπώ (о насекомых)/ δαγκάνω (о пиявке):\впиваться когтями γαντζώνομαι μέ τά νύχια· \впиваться зубами μπήγω τά δόντια μου· ◊ \впиваться глазами в кого-л., во что-л. τρώγω κάποιον μέ τά μάτια μου. -
4 жалить
жалитьнесов τσιμπάω, κεντρίζω / δαγκάνω (о змее). -
5 закусить
закусить Iсов см. заку́сывать Г ◊ \закусить язык δαγκάνω τή γλώσσα μου· \закусить удила ἀποχαλινώνομαι.закусить IIсов см. заку́сывать II. -
6 закусывать
заку́сывать Iнесов (прикусывать):\закусывать губу́ δαγκάνω τά χείλια μου.заку́сывать IIнесов1. κολατσίζω, προγευματίζω:\закусывать наскоро τρώγω κάτι πρόχειρα, τσιμπάω κάτι στό πόδι·2. (заедать чем-л.) τρώγω κάτι γιά μεζέ (или γιά προσφάϊ):\закусывать лекарство варе́ньем παίρνω τό φάρμακο μέ γλυκό. -
7 кусать
кусатьнесов 'в разн. знач. δαγκάνω / τσιμπώ (о насекомых). -
8 кусаться
кусать||ся1. δαγκάνω / τσιμπώ (о насекомых).2. (о ценах) разг шутл. στοιχίζω ἀκριβά, τσούζω. -
9 надкусить
надкуситьсов, надкусывать несов δαγκάνω λίγο, μισοδαγκάνω. -
10 перекусать
перекусатьсов (о бешеной собаке и т. п.) δαγκάνω πολλούς, δαγκώνω πολλούς. -
11 прокусить
прокуситьсов, прокусывать несов δαγκάνω, σχίζω (или κόβω) δαγκάνοντας. -
12 раскусывать
раскусыватьнесов δαγκάνω, δαγκώνω, σπάνω μέ τά δόντια. -
13 тяпнуть
тяпнутьсов разг1. (ударить) κτυπώ, κοπανώ· \тяпнуть топором κτυπώ μέ τό τσεκούρι·2. (укусить) δαγκάνω. -
14 укусить
укус||и́тьсов δαγκάνω, δαγκώνω, δάκνω/ τσιμπώ (о насекомых)· ◊ какая муха тебя \укуситьила?. разг τί σ' ἔπιασε; -
15 язык
языкм в разн. знач. ἡ γλώσσα; \язык колокола ἡ γλώσσα τής καμπάνας· \язык пламени ἡ φλόγα, ἡ γλώσσα τής φωτιΐϊς· обложенный \язык γλώσσα μέ ἐπίχρισμα· вареный (копченый) \язык ἡ βραστή (ή καπνιστή) γλώσσα· злой \язык ἡ κακιά γλώσσα· острый на \язык ἔχει τσουχτερή γλώσσα· ΗΗοετρέΗΗΐιΐΐ \язык ἡ ξένη γλώσσα· греческий \язык ἡ ἐλληνική γλώσσα· литературный \язык ἡ λογοτεχνική γλώσσα· разговорный \язык ἡ ὁμιλούμενη (γλώσσα)· живой (мертвый) \язык ἡ ζωντανή (ἡ νεκρή) γλώσσα· показать \язык а) (врачу) δείχνω τή γλώσσα, б) (из озорства) βγάζω τή γλώσσα μου· прикусить \язык прям., перен δαγκάνω τή γλώσσα μου· владеть \языко́м κατέχω μιά γλώσσα· знающий \языкй γλωσσομαθής· ◊ добыть \языка воен. πιάνω γλώσσα, πιάνω αἰχμάλωτο γιά πληροφορίες· высунув \язык μέ τή γλώσσα ἔξω· попридержи́ \язык! разг μάζεψε τή γλώσσα σου!· держать \язык за зубами δέν λέγω πολλά λόγια· тянуть за \язык кого́-л. ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· развязать \язык кому-л. λύνω τή γλώσσα κάποιου· быть несдержанным на \язык δέν μετρώ τά λόγια μου· быть бойким на \язык πάει ἡ γλώσσα μόυ ροδάνι· злые \языки́ говорят οἱ κακές γλώσσες λενε· у него́ отнялся \язык κατάπιε τή γλώσσα του· у него́ \язык без костей εἶναι πολυλογάς· у него длинный \язык δέν κρατἄ τή γλῶσσα του· у него́ \язык хорошо подвешен ἔχει ἀκονισμένη τή γλώσσα του· у него что на уме, то и на \языке τα λεω ὅλα, δέν κρύβω τίποτε· у меня \язык чешется разг μέ τρώει ἡ γλώσσα μου· э́то слово сорвалось у меня с \языка μοῦ ξέφυγε· это слово вертится у меня на \языке τήν ἔχω τή λεξη στό στόμα μου καί δέν μπορώ νά τή βρώ· трепать \языко́м φλυαρώ· найти общий \язык с кем-л. Ερχομαι σέ συνεννόηση μέ κάποιον \язык до Киева доведет ρωτώντας πάει κανείς στήν Πόλη· \язык мой \язык враг мой λανθάνουσα ἡ γλώσσα λέει τήν ἀλήθεια. -
16 надгрызть
-ызу, -ызшь, παρλθ. χρ. надгрыз-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надгрызенный, βρ: -зен, -а, -оρ.σ.μ. δαγκάνω, κόβω με τα δόντια, τρωγανίζω.
См. также в других словарях:
δαγκάνω — βλ. δαγκώνω … Dictionary of Greek
δαγκάνω — βλ. δαγκώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… … Dictionary of Greek
αναδάκνω — ἀναδάκνω (Α) 1. δαγκάνω πάλι ή απλώς δαγκάνω 2. εξοργίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δάκνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάδηγμα] … Dictionary of Greek
δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού … Dictionary of Greek
αδάγκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν δαγκώθηκε, ο αδάγκωτος 2. (για τράγους και κριούς) αυτός που δεν τού δάγκωσαν τον σπερματίτη λώρο για να τόν ευνουχίσουν, που δεν υποβλήθηκε σε ευνουχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκαστός < δαγκάνω] … Dictionary of Greek
αποδαγκάνω — (Μ ἀποδαγκάνω, AM ἀποδάκνω) δαγκάνω βαθιά, κόβω με τα δόντια … Dictionary of Greek
βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… … Dictionary of Greek
δαγκάνα — η [δαγκάνω] 1. η κοινή ονομασία τών ποδολαβίδων τών Καρκινοειδών 2. η τανάλια … Dictionary of Greek
δαγκανιά — η [δαγκάνω] 1. το δάγκωμα 2. η δαγκωματιά … Dictionary of Greek
δαγκωματιά — και δαγκαματιά και δαγκωματιά, η (Μ δακαματέ και δακαματέα) 1. το δάγκωμα 2. η ποσότητα στερεάς τροφής που μπορεί να αποκοπεί με ένα δάγκωμα, η μπουκιά νεοελλ. σημάδι στο δέρμα που προέρχεται από δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δαγκωματιά < δάγκωμα και … Dictionary of Greek