-
1 δαίτηθεν
δαίτηθενfrom a feast: indeclform (adverb) -
2 δαίτηθεν
δαίτηθεν, Adv.A from a feast, Od.10.216, Theoc.17.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαίτηθεν
-
3 δαίτη
δαίτη = δαίς: δαίτηθεν, from the feast, Od. 10.216.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαίτη
См. также в других словарях:
δαίτηθεν — from a feast indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτη — δαίτη, η (Α) Ι. 1. η δαις 2. (για θεωρία) η βορά II. επίρρ. δαίτηθεν από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαις* που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) * tā] … Dictionary of Greek