Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίυγρος

См. также в других словарях:

  • δίυγρος — δίυγρος, ον (Α) 1. εντελώς υγρός, διάβροχος 2. κορεσμένος, πλήρης 3. (για βλέμμα) γλυκό, γεμάτο ηδυπάθεια 4. αυτός που έχει χρώμα ωχρό, κιτρινιάρης 5. ασθενικός, μαλθακός …   Dictionary of Greek

  • δίυγρος — washed out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίυγρον — δίυγρος washed out masc/fem acc sg δίυγρος washed out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διύγροις — δίυγρος washed out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διύγρου — δίυγρος washed out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διύγρους — δίυγρος washed out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διύγρων — δίυγρος washed out masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διύγρῳ — δίυγρος washed out masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίυγρα — δίυγρος washed out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίυγροι — δίυγρος washed out masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζουλώ — άω και ζουλίζω συμπιέζω, συνθλίβω, πατηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουλίζω < μσν. ζουλίζω < διυλίζω (πρβλ. πιθ. ετυμολ. τού σγουρός*/ ζγουρός < δίυγρος). Ο τ. ζουλώ είναι μεταπλασμένος ενεστ. τού ζουλίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»