Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δίπατος

См. также в других словарях:

  • δίπατος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες 2. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει δυό πατώματα, διώροφος …   Dictionary of Greek

  • δίπατος — η, ο διώροφος, που αποτελείται από δύο πατώματα: Μένουν σε δίπατη οικοδομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίπατος — η, ο / τρίπατος, ον, ΝΜ τριώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πάτος (πρβλ. δίπατος)] …   Dictionary of Greek

  • διώροφος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο ορόφους, δίπατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»