-
1 двухэтажный
-
2 двухэтажный
διώροφος, δίπατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двухэтажный
-
3 двухэтажный
двухэтажныйприл δίπατος, διώροφος:\двухэтажный дом τό δίπατο σπίτι, ἡ διώροφος κατοικία. -
4 двухэтажный
[ντβουχετάζνυϊ] επ, δίπατος -
5 двухэтажный
[ντβουχετάζνυϊ] επ, δίπατος -
6 двухэтажный
επ.διώροφος, δίπατος.
См. также в других словарях:
δίπατος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες 2. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει δυό πατώματα, διώροφος … Dictionary of Greek
δίπατος — η, ο διώροφος, που αποτελείται από δύο πατώματα: Μένουν σε δίπατη οικοδομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίπατος — η, ο / τρίπατος, ον, ΝΜ τριώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πάτος (πρβλ. δίπατος)] … Dictionary of Greek
διώροφος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο ορόφους, δίπατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)