-
1 διόπτρα
διόπτρ-α, ἡ,A optical instrument for measuring angles, altitudes, etc., Euc.Phaen.p.10M., Plb.10.46.1, Attal. ap. Hipparch.1.10.24, Gem. 1.4, Ptol.Alm.5.14, etc.;ἡ τῶν δ. θεωρία Gem.5.11
.III = διαστολεύς, Aët.16.89, Paul.Aeg.6.73.IV σημεῖον ἐν θυτικῇ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διόπτρα
-
2 διοπτρίζω
A use the speculum, Paul.Aeg.3.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοπτρίζω
-
3 διοπτρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοπτρικός
-
4 διόπτριον
διόπτρ-ιον, τό,A small speculum, Leonid. ap. Paul.Aeg.6.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διόπτριον
-
5 διοπτρισμός
διοπτρ-ισμός, ὁ,A use of the speculum, Sor.2.40, Paul.Aeg.6.73.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοπτρισμός
-
6 διοπτρίτης
Aρῑ] λίθος
talc,PHolm.
3.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοπτρίτης
-
7 δίοπτρον
δίοπτρ-ον, τό,A means for seeing through,οἶνος γὰρ ἀνθρώπω δ. Alc. 53
.II = διόπτρα 1, Hsch. s.v. ἀστραβιστήρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίοπτρον
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский