Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίον

  • 61 Δίοισιν

    Δί̱οισιν, Δίος
    masc dat pl (epic ionic aeolic)
    Δί̱οισιν, Δῖα
    neut dat pl (epic ionic aeolic)
    Δί̱οισιν, Δῖον
    neut dat pl (epic ionic aeolic)
    Δί̱οισιν, Δῖος
    masc dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > Δίοισιν

  • 62 Δίου

    Δί̱ου, Δῖον
    neut gen sg
    Δί̱ου, Δῖος
    masc gen sg

    Morphologia Graeca > Δίου

  • 63 Δίωι

    Δί̱ῳ, Δῖον
    neut dat sg
    Δί̱ῳ, Δῖος
    masc dat sg

    Morphologia Graeca > Δίωι

  • 64 Δίων

    Δί̱ων, Δίος
    masc gen pl
    Δίων
    masc nom /voc sg
    Δί̱ων, Δῖα
    neut gen pl
    Δί̱ων, Δῖον
    neut gen pl
    Δί̱ων, Δῖος
    masc gen pl

    Morphologia Graeca > Δίων

  • 65 Ερμίδιον

    Ἑρμί̱διον, Ἑρμίδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > Ερμίδιον

  • 66 Ἑρμίδιον

    Ἑρμί̱διον, Ἑρμίδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > Ἑρμίδιον

  • 67 αργυρίδιον

    ἀργυρί̱διον, ἀργυρίδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > αργυρίδιον

  • 68 ἀργυρίδιον

    ἀργυρί̱διον, ἀργυρίδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > ἀργυρίδιον

  • 69 βιβλίδιον

    βιβλί̱διον, βιβλάριον
    neut nom /voc /acc sg
    βιβλίδιον
    petition: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > βιβλίδιον

  • 70 δακτυλίδιον

    δακτυλίδιον
    ring: neut nom /voc /acc sg
    δακτυλί̱διον, δακτυλίδιον
    ring: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > δακτυλίδιον

  • 71 εγχελύδιον

    ἐγχελύ̱διον, ἐγχελύδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > εγχελύδιον

  • 72 ἐγχελύδιον

    ἐγχελύ̱διον, ἐγχελύδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > ἐγχελύδιον

  • 73 καλίδιον

    καλί̱διον, καλίδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > καλίδιον

  • 74 κρεάδιον

    κρεά̱διον, κρεάδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > κρεάδιον

  • 75 ταργυρίδιον

    ἀργυρί̱διον, ἀργυρίδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > ταργυρίδιον

  • 76 τἀργυρίδιον

    ἀργυρί̱διον, ἀργυρίδιον
    neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > τἀργυρίδιον

  • 77 Αἰακός

    Αἰᾰκός (-οῦ, -ῷ, -όν.) son of Zeus and Aigina, father of Peleus, Telamon, Phokos, first king and patron deity of Aigina.
    1

    χώραν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ O. 8.30

    ἀποπέμπων Αἰακὸν O. 8.50

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99

    Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28

    ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ ἡρῴῳ τοῦ Αἰακοῦ. Σ.) N. 5.53 λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν (= Δία)

    ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυ τεῦσαι N. 7.84

    ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι N. 8.13

    ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε I. 5.35

    ( Οἰνοπίαν)

    δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων I. 8.22

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ (cf. titulum, Αἰγινήταις εἰς Αἰακόν) Πα. 1. 3. ]Αἰακ[ (cf. tit. Αἰγινή[ταις.) Πα. 22h. 7.

    Lexicon to Pindar > Αἰακός

  • 78 δῖος

    1 divine

    Πυθῶνι δίᾳ P. 7.11

    διὸν Αἰακὸν I. 8.21

    Lexicon to Pindar > δῖος

  • 79 ἔνθα

    a rel. conj., where

    παρὰ Κρόνου τύρσιν. ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν O. 2.70

    ( Ἰστρίαν)

    ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατ O. 3.26

    ( Ἀλφεὸν)

    ἔνθα τραφεῖσ' γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35

    πέτραν ἀλίβατον Κρονίου. ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν O. 6.65

    νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33

    ( νᾶσος)

    ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν O. 7.71

    ( Αἴγιναν)

    ἔνθα Σώτειρα ἀσκεῖται Θέμις O. 8.21

    ( Λοκρῶν)

    ἔνθα συγκωμάξατ O. 11.16

    ( Πυθῶνι) ἔνθα

    ποτὲ χρῆσεν P. 4.4

    ( ἐπ' Ἀξείνου στόμα)

    ἔνθ' ἕσσαντ τέμενος P. 4.204

    ἐς Φᾶσιν ἔνθα βίαν μεῖξαν P. 4.212

    Λαμνιᾶν τ' ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων. ἔνθα καὶ ἐπεδείξαντο P. 4.253

    ὁδόν, ἔνθα πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93

    ὀμφαλὸν Πυθιόνικος ἔνθ' ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται P. 6.5

    Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον. ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσειςP. 9.54 ( ἐν Πυθῶνι)

    ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν P. 9.73

    Ἀμφιτρύωνος σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82

    ἐπ' αὐλείαις θύραις ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.21

    Κύπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει N. 4.46

    ( Νεμέᾳ)

    ἔνθα πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76

    ( Ἰσθμὸν)

    ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι δέκονται N. 5.38

    Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2

    ἀμφ' ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (ἔνθα Ῥείας Σγρ·) N. 9.41 ( ἀέθλων)

    Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις N. 10.24

    ἀέθλων. ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις I. 4.69

    προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.35

    ( Οἰνοπίαν)

    δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν I. 8.21

    ( Δᾶλος) ἔνθα τεκοῖσ' εὐδαίμον ἐπόψατο γένναν fr. 33d. 9.

    ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον. Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.44

    κρημνόν, ἔνθα λέγο[ντι] Ζῆνα καθεζόμενον κορυφαῖσιν ὕπερθε φυλάξαι Pae. 12.8

    ( Θήβαι)] ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν φάμα Κάδμον [λαχεῖν] Δ. 2. 2. ]εοι μοῖῤ ἔνθα[ Θρ. 7. 11. ( Λακεδαίμων) ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 1. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται fr. 238. Ὀρχομενῶ. ἕνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.
    b whither ( δῶμα Διὸς)

    ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.43

    μαντίων θῶκον, ὦ παῖδες Ἁρμονίας, ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν P. 11.7

    , cf. O. 11.16
    d introducing indirect quest., where

    δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι P. 4.242

    Lexicon to Pindar > ἔνθα

  • 80 τίκτω

    τίκτω (impf. τίκτε), ( τικτεν): aor. ἔτεκον, τέκες, τέκε), ( τεκεν); τέκοι; τεκοῖςα); τεκεῖν, τεκέμεν: med. fut. pro act., τέξει, -εται: aor. τέκετο; τέκωνται.)
    a act., of mother, give birth to ( παρθένος· ἔτεκε λαγέτας υἱούς (Boehmer: ἃ τέκε codd.) O. 1.89 ( Πιτάναν

    · ἃ λέγεται Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.30

    ἃ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.41

    παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι O. 6.49

    Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν O. 6.85

    τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα P. 2.42

    παῖς, ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν Θέτις P. 3.101

    υἱὸς, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.16

    τόθι παῖδα τέξεταιP. 9.59

    τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.84

    ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13

    τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς (Morel.: οἱ τέκε codd.) I. 4.64

    δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν I. 8.21

    πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.33

    ἁ δὲ τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6. ἔνθα τεκοῖσ' εὐδαίμον ἐπόψατο γένναν fr. 33d. 10. “ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ (sc. Ἑκάβα: cf. Apollod., 3. 148, ἔδοξεν Ἑκάβη καθ' ὕπνους δαλὸν τεκεῖν διάπυρον, τοῦτον δὲ πᾶσαν ἐπινέμεσθαι τὴν πόλιν καὶ καίειν) Πα. 8A. 20.

    Τήνερον ἔτεκ[ε ]κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Pae. 9.42

    υἱὸν ἔτι τέξ[ε]ι Pae. 10.21

    καὶ τέκ εὔδοξο[ν Δ. 2. 30.
    b of father, beget

    Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71

    παῖδας ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74

    τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” P. 9.33 and so med., of unnatural birth, ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.
    c act. & med., met., produce

    αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    γένος, οἵ κεν τέκωνται φῶταP. 4.52 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν (alia alii coni., velut ἔπιδον G-H: sed haec ad Teum potius quam ad Athenas spectare vidit S. Radt: “sie hätten... das zerstörte Teos wieder neu gegründet”) Pae. 2.29

    Lexicon to Pindar > τίκτω

См. также в других словарях:

  • Δῖον — neut nom/voc/acc sg Δῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίον — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Πιερίας στους πρόποδες του Ολύμπου. Η πόλη πήρε την ονομασία της από το ιερό του Δία που βρισκόταν εκεί. Το Δ. ήταν ιερή πόλη για τους Μακεδόνες. Ο βασιλιάς τους Αρχέλαος είχε καθιερώσει αγώνες προς τιμήν… …   Dictionary of Greek

  • διόν — διά εἰμί sum pres part act masc voc sg διά εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῖον — δῖος heavenly masc acc sg δῖος heavenly neut nom/voc/acc sg δῖος heavenly masc/fem acc sg δῖος heavenly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίον — δέω 1 bind pres part act masc voc sg (attic doric) δέω 1 bind pres part act neut nom/voc/acc sg (attic doric) δίω put to flight pres part act masc voc sg δίω put to flight pres part act neut nom/voc/acc sg δίω put to flight imperf ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… …   Dictionary of Greek

  • ἀνίδιον — ἀνί̱διον , ἀνά ἰδέω know imperf ind act 3rd pl (doric) ἀνί̱διον , ἀνά ἰδέω know imperf ind act 1st sg (doric) ἀνί̱διον , ἀνά ἰδίω sweat imperf ind act 3rd pl ἀνί̱διον , ἀνά ἰδίω sweat imperf ind act 1st sg ἀνί̱διον , ἀνά ἰδίω sweat imperf ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴδιον — ἴδιος one s own masc acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴδιος one s own masc/fem acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 3rd pl (doric) ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 1st sg (doric) ἴ̱διον , ἰδίω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαίνα — Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου ιδρύθηκε το 1983 κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Η περιήγησή σας στο μουσείο ξεκινά από το χώρο της αυλής. Στα δεξιά σας θα δείτε μια σειρά από μαρμάρινους βωμούς, που τοποθετούνταν πάνω από τους μακεδονικούς τάφους στη …   Dictionary of Greek

  • Дион (Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Дион. Деревня Дион Δίον Страна ГрецияГреция …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»