-
81 тон
-а, πλθ. тона κ. тоны α.1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•низкий тон χαμηλός τόνος•
-ие -а υψηλοί τόνοι.
2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•минорный тон ο τόνος μινόρε.
4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.
5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•повелительный тон προστακτικός τόνος.
|| στυλ λόγου ή έργου•полемический тон πολεμικός τόνος.
|| χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.
εκφρ.в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•-ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•-ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•задавать тон – παλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό. -
82 уделить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уделенный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ. δίνω μερίδιο• ξεχωρίζω• βγάζω• παραχωρώ• χορηγώ•уделить собаке кусок хлеба δίνω στο σκυλί ένα κομμάτι ψωμί•
уделить из бюджета сумму на что-н. χορηγώ από τον προύπολογισμό ένα ποσό για κάτι.
|| δίνω•-йте мне полчаса αφιερώστε για μένα μισή ώρα (χρόνο)•
-ите этому внимание δόστε σ αυτό προσοχή.
-
83 урок
-а α.1. παλ. εργασία, δουλειά•задать урок плотникам δίνω δουλειά (για εκτέλεση) στους μαραγκούς.
2. μάθημα•готовить ετοιμάζω το μάθημα•
делатьуроки κάνω τα μαθήματα•
учить урок μαθαίνω το μάθημα•
задать урок δίνω μάθημα•
отвечать урок λέγω το μάθημα•
физики το μάθημα φυσικής•
урок химии το μάθημα χημείας.
3. μτφ. δίδαγμα•извлекать (извлечь) урок βγάζω δίδαγμα•уроки истории τα διδάγματα της ιστορίας•
-и прошлого τα διδάγματα του παρελθόντος.
4. παλ. διδαχή, παραίνεση, νουθεσία. || παλ. τιμωρία.εκφρ.брать – παίρνω (κάνω) μάθημα•даватьуроки – α) παραδίνω μαθήματα, β) παραδίνω μαθήματα ιδιωτικά (με πληρωμή)•дать урок кому – δίνω μάθημα σε κάποιον (τιμωρώ)•жить на -е – παλ. ζω παραδίνοντας μαθήματα, σαν προγυμναστής. -
84 δινεμεν
-
85 выдавать
1. (сигнал) παράγω, δίνω 2. (отпускать, поставлять, возвращать) δίνωπαραδίνω3. (на-гора) παράγω 4. (рас-пределять) μοιράζω 5. (патент, лицензию и т.п.) καταχωρώ, παραχωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдавать
-
86 задаток
1. (часть общей суммы, уплачиваемая вперед) η προκαταβολ/ήвнести - δίνω/πληρώνω την -давать - πληρώνω/δίνω την -2. -ки мн. (зачатки каких-л. способностей, наклонностей) οι κλίσεις, οι φυσικές ικανότητες, οι έξεις, τα προσόντα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задаток
-
87 кредитование
(отпускаемая денежная сумма) η χρηματοδότηση πίστωσης, η χορήγηση πιστώσεων-ть χορηγώ πίστωση, πιστώνωδίνω με πίστωση, δίνω επί πιστώσειРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кредитование
-
88 матировать
1. (мет.-об.) θαμπώνω, δίνω θαμπάδα στην επιφάνεια 2. (стекло) δίνω θαμπάδα και τραχύτητα (στο γυαλί).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > матировать
-
89 передавать
1. (отдавать, вручать кому-л.) δίνω 2. (отдавать, уступать что-л. своё в полное распоряжение другому) μεταβιβάζω, μεταφέρω 3. (напр. знания, опыт и т.п.) μεταβιβάζω, μεταφέρω 4. (сообщать, пересказывать что-л) μεταβιβάζω 5. (излагать, формулировать что-л.) δίνω, μεταβιβάζω, μεταφέρω 6. (изображать, воспроизводить) μεταφέρω, απεικονίζω 7. свз. μεταδίδω, διαβιβάζω 8. (распространять на кого-, что-л. какие-л. признаки, свойства, качества) μεταδίδω 9. (пересылать, направлять в следующую инстанцию) στέλνω, παραδίδω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передавать
-
90 принести
1. (неся, доставить) φέρνω, κομίζω 2. (о растениях) δίνω- плоды - καρπούς, καρποφορώ3. (как результат, следствие) δίνω, αποδίδω, φέρωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > принести
-
91 профилировать
1. (грунт) δίνω/προσδίδω κλίση (στον δρόμο, στο έδαφος) 2. мет. διαμορφώνω, μορφοποιώ, δίνω/προσδίδω μορφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профилировать
-
92 разрешать
1. (позволять, одобрять) επιτρέπω, δίνω άδεια 2. (задачу, проблему и т.п.) λύνω, δίνω λύση, διευθετώ 3. (различать детали или объекты, близко отстоящие в пространстве или времени) ξεχωρίζω, αναγνωρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешать
-
93 сдавать
1. (передавать) παραδίνω, παραδίδω, μεταβιβάζω 2. (отдавать в наём, в аренду) ενοικιάζω, εκμισθώνω 3. (напр. экзамены) δίνω, περνώ 4. (отдавать куда-л. с какой-л. целью) δίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сдавать
-
94 амнистия
амнистия ж η αμνηστ(ε)ία объявить \амнистияю δίνω αμνηστεία, αμνηστεύω* * *жη αμνηστ(ε)ίαобъяви́ть амни́стию — δίνω αμνηστεία, αμνηστεύω
-
95 банкет
банкет м το συμπόσιο η δεξίωση (приём) устроить \банкет κάνω (или δίνω) δεξίωση* * *мτο συμπόσιο; η δεξίωση ( приём)устро́ить банке́т — κάνω ( или δίνω) δεξίωση
-
96 вернуть
вернуть επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \вернуться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι \вернуться домой γυρίζω σπίτι* * *= вернутьсяεπιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать) -
97 вешалка
вешалка ж 1) (помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο' сдать пальто на \вешалкау δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα 2) (для одежды, шляп ) η κρεμάστρα у меня оторвалась \вешалка μου ξυλώθηκε το κρε μαστάρι* * *ж1) ( помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριοсдать пальто́ на ве́шалку — δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα
2) (для одежды, шляп) η κρεμάστραу меня́ оторвала́сь ве́шалка — μου ξυλώθηκε το κρεμαστάρι
-
98 возвратить
возвратить, возвращать επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \возвратиться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι; \возвратиться домой γυρίζω σπίτι* * *= возвращатьεπιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать) -
99 выдавать
выдавать, выдать 1) δίνω (дать )' διανέμω (распределить)' \выдавать деньги χωρηγώ χρή ματα 2) (предать ) προδίνω 3) (преступника ) εκδίδω* * *= выдать1) δίνω ( дать); διανέμω ( распределить)выдава́ть де́ньги — χωρηγώ χρήματα
2) ( предать) προδίνω3) ( преступника) εκδίδω -
100 гражданство
гражданство с η υπηκοότητα принять \гражданство παίρνω (или αποκτώ) υπηκοότητα предоставить права \гражданствоа χορηγώ (или δίνω) δικαιώματα υπηκοότητας* * *сη υπηκοότηταприня́ть гражда́нство — παίρνω ( или αποκτώ) υπηκοότητα
предоста́вить права́ гражда́нствоа — χορηγώ ( или δίνω) δικαιώματα υπηκοότητας
См. также в других словарях:
δίνω — thresh out on the pres subj act 1st sg δίνω thresh out on the pres ind act 1st sg δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) δινόω turn with a lathe pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δινόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνω — δίνω, έδωσα βλ. πίν. 131 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
δινώ — (I) δινῶ ( έω) (Α) βλ. δινεύω. (II) δινῶ ( όω) (Μ) [δίνος] στρογγυλεύω κάτι με τόρνο … Dictionary of Greek
δίνω — έδωσα, δόθηκα, δοσμένος 1. παραχωρώ σε άλλον, εκχωρώ, χαρίζω: Μου έδωσε ένα υπέροχο βιβλίο. 2. πληρώνω: Δίνει αρκετά στους εργαζόμενους; 3. παντρεύω: Ο πατέρας της την έδωσε με το ζόρι. 4. πουλώ: Δίνω το αυτοκίνητό μου, για να αγοράσω καινούριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δινῶ — δινάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) δινέω whirl pres subj act 1st sg (attic epic doric) δινέω whirl pres ind act 1st sg (attic epic doric) δῑνῶ , δινεύω whirl pres subj act 1st sg (attic epic doric) δῑνῶ , δινεύω whirl pres ind act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινῷ — δινάζω fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνω — Δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual Δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνῳ — Δί̱νῳ , δῖνος whirling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνῳ — δί̱νῳ , δῖνος whirling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνει — δίνω thresh out on the pres ind mp 2nd sg δίνω thresh out on the pres ind act 3rd sg δινέω whirl pres imperat act 2nd sg (attic epic) δινέω whirl imperf ind act 3rd sg (attic epic) δί̱νει , δινεύω whirl pres imperat act 2nd sg (attic epic) δί̱νει … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)