-
1 правый
I правый Ι 1) δεξιός- с \правыйой стороны από το δεξιό μέρος. από τα δεξιά· \правыйая рука το δεξιό χέρι 2) полит.: \правыйые партии η δεξιά II правый II 1) (справедливый) δίκαιος, σωστός 2): быть \правыйым έχω δίκαιο· вы совершенно \правыйы έχετε απόλυτο δίκαιο правящий ιθύνων \правыйие круги οι ιθύνοντες κύκλοι; \правыйая партия το άρχο ν κόμμα* * *I1) δεξιόςс пра́вой стороны́— από το δεξιό μέρος, από τα δεξιά
пра́вая рука́ — το δεξιό χέρι
2) полит.IIпра́вые па́ртии — η δεξιά
1) ( справедливый) δίκαιος, σωστός2)быть пра́вым — έχω δίκαιο
вы соверше́нно пра́вы — έχετε απόλυτο δίκαιο
-
2 справедливый
-
3 праведный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. ευ-ευλαβής, θεοσεβής, θεοφοβούμενος, θρήσκος•-ая жизнь θρησκευτική ζωή (κατά τους θρησκευτικούς κανόνες).
2. δίκαιος, σωστός, αληθινός, ειλικρινής•праведный судья δίκαιος δικάστης.
-
4 справедливый
επ., βρ: -лив, -а, -оδίκαιος•справедливый судья δίκαιος δικαστής•
-ое дело δίκαιη υπόθεση.
|| σωστός, ορθός•-ое решение δίκαιη απόφαση.
|| δικαιολογημένος•справедливый гнев δικαιολογημένος θυμός.
|| πραγματικός, αληθινός.εκφρ.- ке войны – δίκαιοι πόλεμοι (οι εθνικοαπελευθερωτικοί) -
5 законный
1. (основанный на законе) νόμιμος, έννομος 2. (справедливый, обоснованный) δίκαιος, δικαιολογημένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > законный
-
6 справедливость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > справедливость
-
7 достойный
достойн||ыйприл1. (заслуживающий) ἄξιος, ἐπάξιος, ἀντάξιος:\достойныйый похвалы Αξιέπαινος, ἄξιος ἐπαίνου· \достойныйый осуждения ἀξιοκατάκριτος·2. (справедливый) δίκαιος, ἄξιος:3. (почтенный) ἀξιοπρεπής, εὐπρεπής:\достойныйый человек ὁ ἀξιοπρεπής ἄνθρωπος. -
8 законный
зако́нн||ыйприл1. νόμιμος:имеющий \законныйую силу Εγκυρος·2. перен (справедливый, понятный) δίκαιος, δικαιολογημένος, σωστός:\законныйое недоумение ἡ δικαιολογημένη ἀπορία· \законныйое желание ἡ δίκαιη ἐπιθυμ"ία. -
9 правый
прав||ый Iприл1. δεξιός, δεξίς:\правыйая рука́ τό δεξί χέρι·2. полит δεξιός, τής δεξιάς παράταξης:\правый уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση.пра́в||ый IIприл (справедливый) δίκαιος, νόμιμος, σωστός, ὁρθός:наше дело \правыйое ἡ ὑπόθεσή μας εἶναι δίκαια· быть \правыйым ἔχω δίκαιο, ἔχω δίκιο· вы совершенно \правыйы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο. -
10 справедливый
справедли́в||ыйприл δίκαιος, σωστός. -
11 справедливый
[σπραβιντλίβυϊ] εκ. δίκαιος -
12 справедливый
[σπραβιντλίβυϊ] επ δίκαιος -
13 божеский
επ.1. παλ. θεϊκός.2. δίκαιος, λογικός•-ая цена λογική τιμή•
-ие условия υποφερτές συνθήκες.
εκφρ.яви(те) -ую милость – (παλ. κ. απλ.) δόσετε ελεημοσύνη! στο φτωχό. -
14 достойный
επ., βρ: -бин, -бина, -бино.1. άξιος (καλού ή κακού)•достойный похвалы αξιέπαινος, επαινέσιμος•
достойный наказания άξιος τιμωρίας•
уважения αξιοσέβαστος•
достойный осуждения αξιοκατάκριτος.
2. δίκαιος, πρέπων, αρμόζων•-ая кара δίκαια τιμωρία.
3. ταιριασμένος, ταιριαστός, ευάρμοστος, προσήκων, αρμόζων.4. παλ. αξιοπρεπής, έντιμος, σεβαστός. -
15 законный
επ., βρ: -конен, -конна, -конно.1. νόμιμος, έννομος•законный наследник νόμιμος κληρονόμος•
-ые формы борьбы νόμιμες μορφές πάλης•
-ые притязания νόμιμες διεκδικήσεις•
на -ом основании σε νόμιμη βάση•
-ым путем με τη νόμιμη οδό•
-ая власть νόμιμη εξουσία.
|| έγκυρος•законный документ έγκυρο έγγραφο.
2. δίκαιος, σωστός, δικαιολογημένος•-ое возмущение δικαιολογημένη αγανάκτηση•
-ая гордость δίκαια περηφάνεια•
-ое недоумение δικαιολογημένη αμηχανία.
εκφρ.законный брак – νόμομος γάμος. -
16 заслуженный
επ. από μτχ.1. άξιος, επάξιος, αντάξιος•-ая награда επάξιο βραβείο.
|| δίκαιος, δικαιολογημένος, πρεπούμενος•-ая кара δίκαια τιμωρία.
2. διακεκριμένος, επιφανής, διάσημος. || μτφ. (αστ.) παλαιός, που έχει πολυετή υπηρεσίαν, καραβάνας. -
17 праведник
-а α.-ца, -ы θ.1. ευλαβής, θρήσκος, θεοφοβούμενος.2. μτφ. δίκαιος, φιλοδίκαιος. -
18 правильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. σωστός, ορθός•-ое произношение σωστή προφορά•
правильный ответ σωστή απάντηση.
|| κανονικός, αρμονικός•-ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.
|| ομαλός•правильный глагол ομαλό ρήμα•
-ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.
2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.3. ρυθμικός•-ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.
4. συμμετρικός•правильный нос κανονική μύτη.
εκφρ.правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.επ.ομαλυντικός• λειαντικός. -
19 правосудный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноέννομος, δίκαιος. -
20 правый
правый 1επ.1. δεξιός•правый глаз το δεξιό μάτι•
-ая рука το δεξιό χέρι•
правый берег η δεξιά όχθη.
2. μτφ. συντηρητικών πολιτικών αρχών•правый человек δεξιός άνθρωπος•
-ая партия δεξιό κόμμα•
правый уклон δεξιά παρέκκλιση.
ουσ., πλθ. -ые οι δεξιοί.εκφρ.- ая рука – το δεξί χέρι (ο άμεσος βοηθός).правый 2επ., βρ: прав-а, -оεπ. κ. ουσ.1. δίκαιος.2. αθώος. || σωστός, ορθός.
См. также в других словарях:
δίκαιος, -α — και η, ο επίρρ. α και δικαίως αυτός που κρίνει με δίκαια κριτήρια, νόμιμα, αμερόληπτα: Του έτυχε δίκαιος εξεταστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκαιος — observant of custom masc nom sg δίκαιος observant of custom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκαιος — observant of custom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
δικαίος — ο (Μ δικαῑος και δίκαιος) νεοελλ. μοναχός ο οποίος ορίζεται τοποτηρητής ή αναπληρωτής τού ηγουμένου για ένα έτος μσν. τοποτηρητής θρησκευτικού ή κοσμικού άρχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, από το … Dictionary of Greek
Δικαίος, Γρηγόριος — Βλ. λ. Παπαφλέσσας Δικαίος, Γρηγόριος … Dictionary of Greek
Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… … Dictionary of Greek
δικαιότερον — δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc comp sg δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοτάτων — δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοτέραις — δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοτέρων — δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)