-
1 δίγαμμα
A littera, Ter.Maur.163, cf. 645, and [full] δίγαμμον (sc. στοιχεῖον) Quint.Inst.1.4.7, Prob.ad Verg.G.1.70:—digamma, Trypho Pass.11;δ. Αἰολικόν A.D.Pron.76.32
,al.; described, though not named, by D.H.1.20: ὥσπερ γάμμα διτταῖς ἐπὶ μίαν ὀρθὴν ἐπιζευγνύμενον ταῖς πλαγίοις, ὡς φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίγαμμα
См. также в других словарях:
δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… … Dictionary of Greek