-
1 δεσμ'
δεσμί, δεσμίςfem voc sgδεσμά, δεσμόςband: neut nom /voc /acc plδεσμέ, δεσμόςband: masc voc sg -
2 δέσμ'
δέσμα, δέσμαbond: neut nom /voc /acc sgδέσμαι, δέσμηpackage: fem nom /voc plδέσμᾱͅ, δέσμηpackage: fem dat sg (doric aeolic) -
3 δεσμώτης
A prisoner, captive, Hdt.3.143, Th.5.35, etc.:—fem. [suff] δεσμ-ῶτις, Hld.8.8: metaph. of the soul, Ph.1.289.II as Adj., in chains, fettered, A.Pr. 119 (the play is called Προμηθεὺς δ.): fem.δεσμῶτις ποίμνη S.Aj. 234
(lyr.); Μελανίππη δ., name of a play by E.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμώτης
-
4 δεσμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμάτιον
-
5 δεσμευτήριον
δεσμ-ευτήριον, τό,A = δεσμωτήριον, PTeb. 567 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμευτήριον
-
6 δεσμευτής
A one who binds, Sch. Opp.H.3.373.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμευτής
-
7 δεσμευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμευτικός
-
8 δεσμεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμεύω
-
9 δεσμέω
-
10 δεσμή
δεσμ-ή· ὁδός, Hsch.; cf. δέρμη. -
11 δέσμη
δέσμ-η, ἡ,b in Medicine, handful, Androm. ap. Gal.13.1033;ὑσσώπου κόμης Ezek.Exag. 185
. -
12 δέσμημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέσμημα
-
13 δεσμίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμίας
-
14 δεσμίδιον
2 small bandage, Antyll. ap. Orib.44.23.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμίδιον
-
15 δέσμιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέσμιον
-
16 δέσμιος
δέσμ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέσμιος
-
17 δεσμίς
-
18 δέσμωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέσμωμα
-
19 δεσμωτήριον
δεσμ-ωτήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμωτήριον
-
20 ἀνα-λύω
ἀνα-λύω, ion. u. Hom. ἀλλύω, 1) wieder auflösen, was geknüpft war, ἱστόν, die Fäden eines Gewebes, Od. 2, 105. 109; etwas angeknüpftes loslösen, losknüpfen, πρυμνήσια 9, 178 u. öfter in tmesi; vou Fesseln befreien, ἐμέ τ' ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν 12, 200; wie δέσμ' ἀναλῦσαι Ar. Pax 1038; vgl. ἀνελύσατο χαίτην Diosc. 15 (IX, 340); Pind. ἀνὰ δ' ἔλυσεν ὀφϑαλμόν, er lös'te das vom Todesdunkel umfangene Auge, erlangte für ihn das Leben, N. 10, 90, übh. retten. In der Schiffersprache mit u. ohne ἄγκυραν, die Anker lichten, das Schiff losbinden, abfahren, u. allgemeiner auch zu Lande; vom Heere, weggehen, aufbrechen, ἀνέλυσαν ἐκ τῶν τόπων Pol. 2, 32; ἀνέλυε τὴν αὐτὴν ὁδόν, ἐν ᾑπερ ἧκε 4, 68; εἰς τόπον 5, 29, 8, u. so Sp. – 2) aufheben, zerstören, bes. Gesetze, Verfassungen abschaffen oder ändern (gewöhnlicher καταλύειν), Plut. Flam. 19; ἀναλύσοιτο ist pass., Xen. Hell. 7, 5, 18; ἁμαρτίας ἀναλύεσϑαι, wieder gut machen, Dem. 14, 34; vgl. Xen. Hell. 7, 5, 18. – 3) Schwierigkeiten lösen, Fragen beantworten, bes. von Aristot. an; auch geometrische Aufgaben, Plut. [υ bleibt kurz im perf. u. aor. pass., ist aber abweichend lang in den hom. Formen ἀλλύεσκεν u. ἀλλύουσα, u. bei Ap. Rh. 4, 150 in ἀνελύετο, wo υ in der Arsis steht.].
См. также в других словарях:
δεσμ' — δεσμί , δεσμίς fem voc sg δεσμά , δεσμός band neut nom/voc/acc pl δεσμέ , δεσμός band masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσμ' — δέσμα , δέσμα bond neut nom/voc/acc sg δέσμαι , δέσμη package fem nom/voc pl δέσμᾱͅ , δέσμη package fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRIDENS — Neptuni insigne, quô a Cyclopibus donatus fingitur, uti videre est pluribus apud Natalem Comitem, Mythol. l. 5. c. 8. adde, quae diximus in voce Neptunus. Sed et tridentem in clypeo suo gessit Dryas, apud Papinium Statium, Theb. l. 7. v. 255.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
καπνωτήριον — καπνωτήριον, τὸ (Α) βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + ωτήριον (πρβλ. δεσμ ωτήριον)] … Dictionary of Greek
καραβιώτης — ο αυτός που εργάζεται σε καράβι, ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κατάλ. ώτης (πρβλ. δεσμ ώτης, νησ ιώτης)] … Dictionary of Greek
κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… … Dictionary of Greek
κλινίς — κλινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. κλινάριον* 2. (κατά τον Πολυδ., τον Ησύχ. και τον Φώτ.) το κάθισμα τής άμαξας στο οποίο καθόταν η νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + υποκορ. κατάλ. ίς / ίδος (πρβλ. δεσμ ίς, στομ ίς)] … Dictionary of Greek
πλουτίς — ίδος, ἡ, Α η φατρία τών πλουσίων στη Μίλητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)] … Dictionary of Greek