Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δέρρη

См. также в других словарях:

  • δέρρη — δέρρις skin fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρρῃ — δέρρηι , δέρρις skin fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασχηματισμός — ὁ, ΝΜΑ [παρασχηματίζω] νεοελλ. αρχ. σχηματισμός μιας λέξεως από άλλη λέξη με μικρή αλλαγή, ιδίως στην κατάληξη («οἱ μέν τοι Αἰολεῑς δέρρη λέγουσι καὶ κατὰ παρασχηματισμὸν δέρρις», Απολλ. Δύσκ.) μσν. (για έμβρυο) παραμόρφωση λόγω κακής θέσεως αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»