-
1 δέματα
δέμαband: neut nom /voc /acc pl -
2 δέματ'
δέματα, δέμαband: neut nom /voc /acc plδέματι, δέμαband: neut dat sgδέματε, δέμαband: neut nom /voc /acc dual -
3 распаковать
распаковать, распаковывать ανοίγω ( τα δέματα); \распаковать вещи λύνω τα πράγματα* * *= распаковыватьανοίγω (τα δέματα)распакова́ть ве́щи — λύνω τα πράγματα
-
4 прессование
1. (выдавливание через матрицу) η εξώθηση, η εκβολή, η διέλαση 2. (уплотнение рыхлого материала) η συμπίεση 3. (в тюки, кипы) η συμπίεση/το γέμισμα σε δέματα/στοίβες 4. пласт., рез. η μορφοποίηση υπό πίεση, το πρεσάρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прессование
-
5 собирать
1. (сосредоточивать в одном месте, накапливать) συγκεντρώνω, μαζεύω 2. (упаковывать) συσκευάζω (σε δέματα) 3. (приготовлять, снаряжать) ετοιμάζω 4. (соединять, скреплять отдельные части чего-л.) συναρμολογώ, συναρμόζω, μαζεύω 5. (коллекционировать) συλλέγω 6. (набирать, собирать что-л. в каком-л. количестве) μαζεύω 7. (силы, возможности) συγκεντρώνω, (деньги) αποταμιεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собирать
-
6 упаковывать
συσκευάζω, πακετάρω (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > упаковывать
-
7 αγύρευτος
-
8 пересылать
ρ.δ.βλ. переслать.1. παλ. ανταλλάσσω δέματα αλληλογραφώ• παίρνω και στέλλω.2. (απο)στέλλομαι. -
9 посылочный
επ.για αποστολή. || των δεμάτων, για δέματα. -
10 почта
-ы θ.ταχυδρομείο (υπηρεσία, ίδρυμα, μεταφορικό μέσο• επιστολές, δέματα,χρήματα)•работники -ы οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι, (οι τριατατικοί)•
отправить посылку -ой στέλλω δέμα ταχυδρομικώς•
по -е ταχυδρομικώς•
εκφρ.разносить -у – παλ. κουτσομπολεύω από σπίτι σε σπίτι (περιερχόμενος). -
11 развезти
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развезнный, βρ: -зн, -зена, -зено.1. μεταφέρω (σε διάφορα μέρη) με μεταφορικό μέσο•посылки по адресатам μεταφέρω δέματα στους παραλήπτες.
2. απρόσ. κλείνω, φράζω το δρόμο, τη διάβαση στα μεταφορικά μέσα. -
12 тюковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тюкованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ. δε-ματίζω, -ιάζω, κάνω δεμάτια ή δέματα.δεματιάζομαι.
См. также в других словарях:
δέματα — δέμα band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέματ' — δέματα , δέμα band neut nom/voc/acc pl δέματι , δέμα band neut dat sg δέματε , δέμα band neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… … Dictionary of Greek
ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… … Dictionary of Greek
αμπαλάρισμα — το [αμπαλάρω] συσκευασία σε δέματα ή κιβώτια … Dictionary of Greek
αμπαλάρω — συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballer «συσκευάζω» + κατάλ. άρω. ΠΑΡ. αμπαλάρισμα, αμπαλαρισμένος] … Dictionary of Greek
αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα … Dictionary of Greek
αρπάγη — η (AM ἁρπάγη) [αρπάζω] 1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα 2. η τσουγκράνα 3. σύνεργο αλιευτικής νεοελλ. ο ιστός της αράχνης … Dictionary of Greek
βουλλοκέρι — το το ισπανικό κερί με το οποίο σφραγίζονται δέματα και επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούλλα + κερί] … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek