Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δέματα

  • 1 δέματα

    δέμα
    band: neut nom /voc /acc pl

    Morphologia Graeca > δέματα

  • 2 δέματ'

    δέματα, δέμα
    band: neut nom /voc /acc pl
    δέματι, δέμα
    band: neut dat sg
    δέματε, δέμα
    band: neut nom /voc /acc dual

    Morphologia Graeca > δέματ'

  • 3 αγύρευτος

    η, ο
    1) не пользующийся спросом; непроданный (о товаре);

    καπνά αγύρευτα — табак, на который нет спроса;

    2) невостребованный, позабытый;

    δέματα αγύρευτα — невостребованные посылки;

    3) нежелательный; не требующийся;

    αγύρευτος να ·ναι ο γιατρός — лучше бы не понадобился врач

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αγύρευτος

См. также в других словарях:

  • δέματα — δέμα band neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέματ' — δέματα , δέμα band neut nom/voc/acc pl δέματι , δέμα band neut dat sg δέματε , δέμα band neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …   Dictionary of Greek

  • αμπαλάρισμα — το [αμπαλάρω] συσκευασία σε δέματα ή κιβώτια …   Dictionary of Greek

  • αμπαλάρω — συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballer «συσκευάζω» + κατάλ. άρω. ΠΑΡ. αμπαλάρισμα, αμπαλαρισμένος] …   Dictionary of Greek

  • αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα …   Dictionary of Greek

  • αρπάγη — η (AM ἁρπάγη) [αρπάζω] 1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα 2. η τσουγκράνα 3. σύνεργο αλιευτικής νεοελλ. ο ιστός της αράχνης …   Dictionary of Greek

  • βουλλοκέρι — το το ισπανικό κερί με το οποίο σφραγίζονται δέματα και επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούλλα + κερί] …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»