Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δέλλῑς

См. также в других словарях:

  • δέλλις — ( ιθος), η (Α) είδος σφήκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλλις συνδέεται πιθ. με τη λ. βελόνη και με λιθ. geliu, gelti «τρυπώ, σουβλίζω» (< ΙΕ *gwel ), σχηματισμένη με επίθημα όπως το όρνις ( ιθος). Τα δύο λλ τής λέξεως προήλθαν πιθ. από λν , με ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • δέλλις — wasp fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλλιθες — δέλλις wasp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλλιθος — δέλλις wasp fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»