-
1 δέλλις
-
2 δέλλῑς
δέλλῑς, ῑϑος, ἡ, eine Wespenart, VLL.
-
3 δέλλις
δέλλιςwasp: fem nom sg -
4 δέλλιθες
δέλλιςwasp: fem nom /voc pl -
5 δέλλιθος
δέλλιςwasp: fem gen sg -
6 δελλίθιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δελλίθιον
См. также в других словарях:
δέλλις — ( ιθος), η (Α) είδος σφήκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλλις συνδέεται πιθ. με τη λ. βελόνη και με λιθ. geliu, gelti «τρυπώ, σουβλίζω» (< ΙΕ *gwel ), σχηματισμένη με επίθημα όπως το όρνις ( ιθος). Τα δύο λλ τής λέξεως προήλθαν πιθ. από λν , με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
δέλλις — wasp fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέλλιθες — δέλλις wasp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέλλιθος — δέλλις wasp fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)