Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δάπεδον

См. также в других словарях:

  • δάπεδον — level surface neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπέδοιο — δάπεδον level surface neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπέδοις — δάπεδον level surface neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπέδοισι — δάπεδον level surface neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπέδοισιν — δάπεδον level surface neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπέδου — δάπεδον level surface neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπέδων — δάπεδον level surface neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπέδῳ — δάπεδον level surface neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπεδα — δάπεδον level surface neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… …   Dictionary of Greek

  • ζάπεδον — το βλ. δάπεδον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού δάπεδον* με ζα * αντί δα (βλ. και λ. ζακόρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»