-
1 δάδα
η факел; лучина -
2 δαις
I.δαιτός ἥ тж. pl.1) пир, пиршество Aesch., Her., Xen., Plat.δ. ἐΐση Hom. — равный пир, т.е. с равными долями для его участников
2) угощение, яства Hom., Soph., Eur., Her.δαῖτα λαβεῖν Hom. — (о льве) схватить добычу
II.I- ΐδος, стяж. δᾴς, δᾳδός ἥ1) факел Hom., Hes., Arph., Arst.ἡ δᾲς καὴ ἥ κορωνὴς τοῦ βίου Plut. — (погребальный) факел и завершение жизни, т.е. кончина:
ἐπὴ τέν δᾷδα Plut. — до смерти2) тж. pl. смолистая лучина Thuc., Xen., Arst.IIἥ (только dat. δᾰΐ) бой, схватка Hom., Hes., Aesch. -
3 υποφερω
(fut. ὑποίσω, aor. 1 ὑπήνεγκα - эп. ὑπήνεικα, aor. 2 ὑπήνεγκον)1) уносить прочь(τέν ναῦν εἰς τέν θάλασσαν Plut.)
μ΄ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Hom. — меня унесли быстрые ноги2) уносить вниз(τοῖς ποταμος ὑποφέρεσθαι Plut.)
ὑποφέρεσθαι κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα Plut. — скатываться по скользким скалам;τὰ πράγματα μοχθηρῶς ὑποφερόμενα Plut. — дела, которые идут все хуже и хуже;ὑποφέρεσθαι πταίσμασί τινος Plut. — приходить из-за чьих-л. ошибок в упадок;δι΄ ἀσθένειαν ὑποφέρεσθαι Plut. — уступать по слабости (характера);ὑποφέρεσθαι κατὰ μικρόν Plut. — мало-помалу отставать (от истинного календаря);ἥ ὑποφερομένη Μαρίου στάσις Plut. — приходящая в упадок партия Мария3) выносить снизуὑ. τὸ ὑποκείμενον Arst. — удалять подпору
4) подгибать, поджимать(τὰ ὀπίσθια σκέλη Arst.)
5) подставлять(τι ταῖς πληγαῖς Plut.)
6) наносить(θανασίμους πληγάς Plut.)
7) поддерживать, нести на себе(δᾷδα ἡμμένην Plut.)
ὅπλα ὑ. Xen. — нести оружие (за кем-л.);τὰ τὰ σημεῖα δόρατα ὑποφέροντα Plut. — копья с находящимися на них значками8) приводить, доводитьὑ. εἰς νουθεσίαν καὴ διόρθωσιν Plut. — наставлять и исправлять;
πρὸς τὸ κομπῶδες ὑποφέρεσθαι Plut. — впадать в хвастливый тон9) выносить, переносить, выдерживать, терпеть(πόνους καὴ κινδύνους Isocr.; τὰς τῆς τύχης μεταβολάς Polyb.)
10) предлагать(σπονδαὴ ὑποφερόμεναι Xen.)
11) выставлять в качестве предлога, приводить в свое оправдание(τι Xen.)
12) подсказывать, внушать(ἐλπίδα τινός Soph.)
-
4 υφιημι
ион. ὑπίημι тж. med.1) спускать, опускать(ἱστὸν προτόνοισιν Hom., Hes.)
ὑφεῖναί τινι τὰς ῥάβδους Plut. ( в Риме) — опустить ликторские пучки перед кем-л. ( салют старшему военачальнику);ὑφειμένοις πλεῖν τοῖς ἱστίοις Plut. — плыть со спущенными парусами2) med. убирать паруса Soph.ὑφέσθαι μοι δοκεῖ Arph. — надо, по-моему, убрать паруса, т.е. действовать без шума
3) подставлять, подкладыватьὑφεῖναι δᾷδα τῇ πυρᾷ Plut. — поднести факел к костру;οἱ περίδρομοι ὑφείσθωσαν ὑπὸ τοὺς βρόχους Xen. — стяжные веревки должны быть продеты в петли;ὑφίεσθαι μαστοῖς (sc. βρέφος) Eur. — приставлять младенца к груди, т.е. кормить грудью;νεοσσοὺς ὄρνις ὑφειμένη Eur. — птица, закрывшая своим телом птенцов;ὑ. ἐνέδρας πολλάς Plut. — выставлять много засад;δέλεάρ τινι ὑφεῖναί τι Plut. — выставить что-л. в качестве приманки для кого-л.4) преподносить, дарить(τί τινι Plut.)
5) досл. подсылать, перен. подговаривать(τινα Soph., Plat.)
6) упускатьεἰ ὑφήσεις τοῦδ΄, ἀπαλλάξει βίου Eur. — если ты этого не сделаешь, ты погибнешь;
οὐ πόνων ὑφίεσθαι Xen. — не уклоняться от труда7) ослаблять, уменьшатьτὸ ἄγαν ὑ. τοῦ φρονήματος Plut. — умерять (свою) гордыню
8) преимущ. med. ослабевать, смягчатьсяὑ. или ὑπίεσθαι τῆς ὀργῆς Her. — смягчаться в своем гневе;
ὑ. τοῦ ἀπειθεῖν Xen. — становиться менее упрямым:ὑπίεσθαι τοῦ ψυχροῦ Her. — становиться менее холодным;ὕφεσθε τοῦ τόνου Arph. — понизьте голос, говорите тише9) преимущ. med. уступать, предоставлять, покорятьсяὑφίεσθαί τινος Xen. — уступать в чем-л., соглашаться с чем-л.;
οὐδὲν ὑπείς Her. — ни в чем не делая уступок;ὑ. τι ἡμέτερον εἶναι Xen. — предоставлять что-л. в наше распоряжение, отдавать нам;τοῖς πολεμίοις οὔποθ΄ ὑφίεσθαι Xen. — никогда не отступать перед врагами;μέ ὑφίεσθαι, ἀλλὰ πειρᾶσθαι ὅπως σωζώμεθα Xen. — (нам следует) не отчаиваться, а пытаться спастись;φρονήματος οὐδενὴ ὑφιέμενος Plut. — никому не уступающий в благоразумии;οὐδενὴ τῆς ἄνω ὁδοῦ ὑφίεσθαι Luc. — никому не разрешать вернуться;σῶμ΄ ὑφεῖσ΄ ἀλγηδόσι Eur. — (Медея) целиком поглощенная своими страданиями;κατθανεῖν ὑφειμένη Eur. — готовая умереть10) med. вползать, подкрадываться(κατ΄ οἴκους ὡς ἔχιδνα Soph.; σώμασι Plut.)
-
5 δάς
η (γεν. δαδός, πλ. δάδες, γεν. δάδων)1) см. δάδα; 2) перен. светоч
См. также в других словарях:
δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… … Dictionary of Greek
δάδα — η 1. κομμάτι από ρητινώδες ξύλο που χρησιμοποιείται για φωτισμό, το δαδί, ο πυρσός, η λαμπάδα. 2. μτφ., αυτό που διαφωτίζει και εκπολιτίζει: Η δάδα του πνεύματός του φώτισε ολόκληρες γενεές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δᾷδα — δαίς 1 fire brand fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾷδ' — δᾷδα , δαίς 1 fire brand fem acc sg δᾷδι , δαίς 1 fire brand fem dat sg δᾷδε , δαίς 1 fire brand fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
TAEDA — an quasi δετὴ, quod esset fax in fasciculum colligata, an ex δᾶς δᾷδος etc. frequenti in usu priscis fuit, unde inter servos, non solum ad Lychnum, ad funale, ad laternam Lampadophorique, sed et Taedigeri fuêre: Inprimis in Sacris Nuptiis et… … Hofmann J. Lexicon universale
Τρωάδες — Τραγωδία του Ευριπίδη, που αναφέρεται βασικά στα δεινά του πόλεμου. Η Εκάβη βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου, από τα λόγια, δε, που ο ποιητής βάζει στο στόμα της και των συναιχμαλώτων της ξεχειλίζει ο θρήνος για ό,τι έχασαν και αγωνία για ό,τι… … Dictionary of Greek
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek
αδαδούχητος — ἀδᾳδούχητος, ον (Α) [δᾳδουχῶ] 1. ο δίχως δαδουχία, αυτός που δεν φωτίζεται από δάδα, πυρσό 2. (ειδικά για γάμο) κρυφός, μυστικός, λαθραίος … Dictionary of Greek
γάβρος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.,… … Dictionary of Greek
δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… … Dictionary of Greek